Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Προτάσεις διά το πρωτοχρονιάνιατικο réveillon σας...

Αποχαιρετώντας το παλαιόν και υποδεχόμενοι το νέον έτος, πολλοί εξ ημών, θα έχουν προσκληθεί εις réveillon φιλικών ή οικογενειακών εστιών. Άλλοι, όμως, θα προτιμήσουν να προϋπαντήσουν τον νέον χρόνον, δαπανηροτέρως, εις κέντρα διασκεδάσεως μετά μουσικής, οινοπνευματωδών ποτών και ορχήσεως.
Το ιστολόγιον «senile decay» με αίσθημα υπευθυνότητος προς τους αναγνώστας του πανταχόθεν, ευαρεστείται όπως προτείνει μερικά cabaret, εστιατόρια και παρόμοιους τόπους ξεφαντώματος, δι' εν αξέχαστον πρωτοχρονιάτικο δείπνον που ελπίζωμε να αποβεί αίσιον ξεκίνημα του καινούριου χρόνου!




Στο Night-Club, "Acropole", λοιπόν, αγαπητοί μου, θα διασκεδάζατε -αν μπορούσατε να βρεθείτε- «με την εξαιρετική ορχηστρα LUCAS και τους μοναδικούς ΖΙΜΜΥ και ΖΩΪΤΣΑ ΚΟΥΡΟΥΚΛΗ»...
Ωραία επιλογή, ε; Μη μου πείτε...
Σταθείτε να δείτε τι σας έχω παρακάτω, όμως...
Α! Παρολίγον να λησμονήσω: Τηλέφωνον δια παραγγελίας και reserver: 533-654 (χωρίς 210 μπροστά, ε! Μην ξεχαστείτε!)




Και τώρα, "Coronet Night-Club" κυρίες, δεσποινίδες μου και κύριοι, με τον MILLEPIEDI (τώρα ακροβάτης ήτανε, χορευτής ήτανε, θα σας γελάσω, αναποφεύκτως...) και με τον -δε χρειάζεται συστάσεις- ΓΙΑΝΝΗ ΣΠΑΡΤΑΚΟ !






Κάποια άλλη χρονιά, θα απολαμβάνατε στο ίδιο Night-Club την ορχήστρα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΛΑΒΡΑΝΟΥ με τους σολίστ του, γιά μερικά κοπιώδη ξεβιδώματα επί της πίστας...
Επίσης, θα σας συνήρπαζε ο μάγος-illusionniste (μένταλιστ θα λέγαμε σήμερα) KASSAGI μετά της παρτεναίρ του. Η διαφήμισις τελειώνει με τη φράση "1ον βραβείον Οσκάρ". Αυτό το τελευταίο, με έκανε να το ψάξω λίγο το πράγμα και να ανακαλύψω ότι ο Ηenri Kassagi ήταν κάποτε ο "prince des illusionistes" και πως -όντως- είχε συμμετάσχει στην ταινία "Ο πορτοφολάς" (Pickpocket), που στο φεστιβάλ του Βερολίνου είχε πάρει (η ταινία. Όχι ο μάγος) την Χρυσήν Άρκτον, ουχί όμως και το "βραβείον Οσκάρ"...
Λεπτομέρειες... Πάω στοίχημα, πάντως, πως θα ήταν καλύτερος απ' τον Πέντραμ...





Στο "ATHENIAN CLUB" εις την Πανεπιστημίου 6, θα είχατε την ευκαιρία να απολαμβάνατε την ορχήστρα "LEV-KANAKAKIS".
Τι να βρίσκεται σήμερα αλήθεια, στην Πανεπιστημίου 6;...




Τα "Αστέρια" 'ηταν πάντα μία από τας σταθεράς επιλογάς των μεγαλοαστών τις δεκαετίας του '60- ήταν δεν ήταν Πρωτοχρονιά.
Το 1961 θα είχε, μάλιστα, την ευκαιρία κάποιος, να παρασυρθεί στις ονειρικές μελωδίες του "Trio - Canzone" (μεταξύ άλλων αξιόλογων καλλιτεχνών)...



Το καλύτερο όμως το φυλάω γιά το τέλος:



Την "παγκοσμίου φήμης AMALIA RODRIQUEZ"! Ενώ στο revue επιδίδονται οι "CROIX DU SUD". Όλα αυτά (κι ακόμη πιό πολλά) στο Dancing-Restaurant, "Mocambo"...



Τυχεροί οι Αθηναίοι του 1960, έτσι; Με τέτοια προγράμματα, θα άξιζε να κάνει κανείς reveillon έξω...
Η Πρωτοχρονιά πάντως, του 2010, καθώς ήκουσα, δεν θα είναι ιδιαιτέρως ανθηρή δια τα αθηναϊκά κέντρα διασκεδάσεως, μερικά εκ των οποίων, μάλιστα, δε θα ανοίξουν κάν, λόγω μειωμένου κλεισίματος τραπεζιών.
Ένας ακόμη λόγος, λοιπόν, να μακαρίζουμε τους Αθηναίους των αρχών του '60...



Εμείς, όπως και νά 'χει, έξω ή μέσα, με λίγη, πολύ ή καθόλου διάθεση, θα σας προτίναμε, αν μας επιτρέπατε:


('Αλλωστε, τρώγοντας έρχεται η όρεξη...)



Τώρα βεβαίως, "υπάρχει και μιά μερίς η οποία αντιτίθεται" σε όλο αυτό το reveillion-ομάνι και μεις, επιθυμούντες να είμαστε αμερόληπτοι, οφείλουμε να παραθέσουμε και τα επιχειρήματα, γιά να μην κάνετε τίποτα απολύτως απόψε και, προς Θεού, όχι πρωτοχρονιάτικα δείπνα έξω:


-Ε, να λύσσαξε εκείνη η Βέτα... Και κάπου να πάμε... Και ρεβεγιόν είναι... Και όλοι οι γνωστοί μας κάπου θα πάνε απόψε... Τέλος πάντων , από 'δω είχε, από 'κει είχε, με καταχώνιασε σ'ένα από δαύτα. Μπήκαμε μέσα, καθίσαμε σ' ένα τραπεζάκι, επήρε η Βέτα ένα παγωτό κι εγώ ένα μανταρινάκι... Ένα πραματάκι τόσο δα.


Ε, καθίσαμε κάμια ώρα... καπνός, φασαρία, κόσμος πολύς, βαρέθηκα, φωνάζω γιά το λογαριασμό... Έρχεται ο λογαριασμός... Πόσα, Γιώργο μου;...
-Πόσα;

-Σε ρωτάω, πόσα;
-Που να ξέρω;
-620.000 δραχμές!... Αμάν! λέω. Ζαλίστηκα... «Γιατί βρε παιδί μου τόσα λεφτά;» του λέω. «Έτσι είναι, κύριε».
«Τι έτσι;;; Ένα μανταρινάκι του Θεού έφαγα, δεν έφαγα κανέναν
πολυέλαιο...»
«Έτσι είναι κύριε», μου λέει «Τάμπλ ντ' ότ».

«Τάμπλ ντ' οτ; Τό 'φαγα;», «Ας τό 'τρωγες», μου λέει...
Γι' αυτό σου λέω, πα πα πα πα... Αααααα, αμ το άλλο;

-Ποιό άλλο;

-Βγαίνοντας όξω στην έξοδο, ένας νταγκλαράς ίσαμε εκεί απάνω, με μια πατανία κόκκινη κι ένα καπέλο άσπρο στο κεφάλι, μου χώνει μές στη μούρη μιά βρωμοχερούκλα σα φτυάρι. «Τι 'ναι, βρε πατριώτη;» του λέω. «Εγώ, κύριε, στέκομαι εδώ».
«Και δεν πα να στέκεσαι; Στάσου παρακάτω... Γιατί στέκεσαι εδω πέρ
α;...




ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, με τις θερμότερες ευχές γιά υγεία και ό,τι καλύτερο στις ζωές μας, στους δικούς μας, στους διπλανούς μας, στους όχι και τόσο διπλανούς μας, στους πολύ μακρινούς μας, στον πλανήτη μας και, γενικώς, πάντων και Παξών!

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Της φτώχειας τα στερνά...

Λίγο το σχόλιο της Σοφίας σχετικά με τους ηλικιωμένους που τιμωρούνται με το να μένουν μόνοι, λίγο οι συζητήσεις με την συν-συγγραφέα αυτού του ιστολογίου, Χρονοστιβάδα, λίγο η προτροπή του Σείριου σχετικά με τη συγχωρητικότητα, μου έφεραν στο νου ένα υπέροχο διήγημα ενός αγαπημένου μου συγγραφέα· του Γιάννη Βλαχογιάννη. Αγαπώ τα διηγήματα. Ίσως περισσότερο κι από τα μυθιστορήματα. Κι ο Γ. Βλαχογιάννης είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους καλύτερους σ’ αυτό το είδος.
Εν είδη συνέχειας, λοιπόν, της προηγούμενης ανάρτησης, μπορούν όσοι θέλουν να απολαύσουν αυτό το μικρό δείγμα της τέχνης, ενός από τους αξιότερους θεράποντες των νεοελληνικών γραμμάτων, που τυχαίνει να είναι και επίκαιρο…


-Μορφούλα. Ε, Μορφούλα, που είσαι κυρά μου; Ψίνα, ψιψίνα μου! Τι θα φάμε σήμερα;

Η γριά-Λασκαρού έκραζε τη γάτα της βραχνά, αν και δεν την έβλεπε στο σπίτι. Μόλις έφεγγε. Άδειο, παγωμένο ήτανε το σπίτι· Κι η Λασκαρού, διπλωμένη μες στα παλιοσκούτια της, πλάι στη σβηστή γωνιά, δε σπάραζε. Το ξέθωρό της πρόσωπο, με την τριπλοτυλιγμένη μαντήλα στο κεφάλι, καθώς τό ‘χε γυρισμένο κατά τη γωνιά κι έβλεπε, με μάτια ακίνητα, τη στάχτη τη σβησμένη, φάνταζε παράξενα και τρόμαζε μες στ’ αυγινό μισόθαμπο.

Μα κάποτε σείστηκε η γριά σιγά σιγά. Σείστηκε κι ανασηκώθηκε· και γύρισε το πρόσωπο, με το στανιό, κι είδε κατά την κλεισμένη πόρτα.

-Μορφούλα, κόρη μου καλή, που είσαι; ρώτησε πάλι.
Και πιάστηκε απ’ της γωνιάς το γύρο κι έβαλε αγώνα, χέρια γόνατα και στάθηκε στα πόδια της. Και κίνησε, ύστερα, σκυφτή, κατά την πόρτα. Πήγε, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε πάλι. Της γάτας το νιαούρισμα, που ήταν γριά κι αυτή και μαδημένη, έφτασε μεσ’ από το περιβόλι και τα ξερόδεντρα του περιβολιού, τα λίγα που απομένανε, για τη φωτιά κι αυτά και της γριάς τη ζέστα. Κι ήρθε η γατούλα κλαίοντας παραπονιάρικα και στάθηκε κοντά στα πόδια της κυράς της, στο μοναχικό σκαλί της πόρτας, το λιωμένο απ’ τα χρόνια.


-Μορφούλα, τι θα φάμε σήμερα μωρή; Τι έφερες;
Η γάτα απάντησε με το παράπονό της κι έσκυψε πιο πολύ η γριά κι είδε στην πέτρα απάνου ένα ψάρι αποθεμένο. Το ‘χε φέρει η γάτα η Μορφούλα. Ήταν ένας κωβιός μεγάλος και τον πήρε η Λασκαρού και μπήκε στο σπίτι, με τη γάτα μπρος κι ολόρθη την ουρά της παίζοντας. Αυτό θα ήτανε της μέρας το φαΐ και για τους δυο τους· ήτανε κι η Μορφούλα γέρικη πολύ, δε χρειαζότανε μεγάλα πράγματα για το φαΐ της· λίγα ψαροκόκαλα της φτάνανε. Το κυνήγι της το καθημερινό ήτανε πάντα από ‘να ψάρι, ψάρι όμως πάντα πετρόψαρο. Κι η γριά-Λασκαρού το περίμενε πια ταχτικά κι απ’ αυτό κρεμούσε την ελπίδα της θροφής της την καθημερινή.

Βράδυ νωρίς, πριν πέσει στο ξερόστρωμα και πριν κλείσει την παλιόπορτά της, συνήθιζε η γριά-Λασκαρού, μ’ όλη την αγάπη που ‘χε της Μορφούλας –κι είχε την ανάγκη να τη ζεσταίνει στον ύπνο η συντρόφισσά της κιόλας- άνοιγε και την έβγαζε όξω· ήταν άπονο αυτό που ‘κανε, μα πάλι πως θα ζούσανε; Την έσπρωχνε όξω μαλακά με το πόδι τη Μορφούλα και της έλεγε:
-Σύρε, Μορφούλα, σύρ’ εσύ, καλή μου, ψίνα μου, κυρά μου, σύρε να φέρεις τίποτα… Δεν έχουμε αύριο να φάμε, καψερούλα, και θα μείνεις νηστική κι εσύ μαζί μου…


Η γάτα απόξω έμενε και παρακαλούσε κάμποσο. Ύστερα ξεμάκραινε σιγά σιγά η φωνή της και χανότανε μες στο σκοτάδι ή μες στης θάλασσας τα μουγκρητά. Και την αυγή, νάτο ένα ψάρι στο σκαλί αφημένο πάλι! Και δεν το ‘τρωγε η Μορφούλα, δεν το πείραζε καθόλου· ίσως έτρωγε άλλο, πριν το φέρει το κυνήγι της αυτό στο σπίτι. Μα πάλι μπορεί κι ήτανε το μόνο αυτό και το ‘φερνε ίσια στην κυρά της, άγγιχτο.

Πως γινόταν τέτοιο πράγμα τα’ απορούσε η γειτονιά κι η χώρα η μισογκρεμισμένη. Μα η γριά-Λασκαρού διόλου δεν το ρωτούσε. Νόμιζαν οι άλλοι στην αρχή πως η γάτα, η Μορφούλα, πήγαινε στην αγορά και τα ‘κλεβε τα ψάρια. Μα η Αμέρσα, η πιο κοντινή γειτόνισσα, μαλωμένη με τη Λασκαρού από χρόνια, παραφύλαγε τη γάτα κι έβλεπε πως τά ‘φερνε τα ψάρια απ’ το γιαλό. Την ακολουθούσε ίσαμε στα σκόρπια βράχια, πλάι στο παλιό λιμάνι, που κάναν ένα πλήθος ήσυχα κορφάκια εκεί κι όλα αντάμα κάναν ένα πεζονήσι απότομο. Κι εκεί την έχανε τη Μορφούλα. Στο τέλος την παράτησε, βέβαιη πια πως η γάτα τά ‘βγαζε τα ψάρια από τη θάλασσα.

Τότε η Αμέρσα έφερε γύρα τις γειτόνισσες και τα παράστησε όλα με το νι και με το σίγμα και με θάμασμα τρανό! Και το ‘μαθε όλη η χώρα, τι και πως η γάτα η Μορφούλα της γριά-Λασκαρούς πήγαινε και ψάρευε τη νύχτα στο γιαλό. Έπιανε μια θέση κοντά στο γιαλό και στεκόταν άσειστη, σαν πέτρα, ανάμεσα στις άλλες πέτρες τις ακίνητες εκεί και περίμενε ώρες, άσειστη. Κι η πείνα, βέβαια, την οδήγησε κειπέρα και της έδειξε τον τρόπο αυτόν. Και καθώς ζυγώναν οι κωβιοί και τα’ άλλα τα πετρόψαρα και φέρνανε τη μούρη τους ως την κορφή και γυρεύανε να βρούνε το πιο παχύ χορτάρι εκεί που το νερό πάει ανάλαφρο και παιγνιδίζει με τις πέτρες, χράπ! Το νύχι της Μορφούλας τ’ άρπαζε.


Η ίδια η γριά-Λασκαρού θα μπορούσε να το πει και να το μαρτυρήσει, πως τα ψάρια που της έφερνε η Μορφούλα δεν ήτανε κλεμμένα, τόσο φρέσκα, μισοζώντας καμιά φορά και ζωντανά. Μα η Λασκαρού δε συλλογιόταν τίποτα κακό για τη Μορφούλα- ούτε και συλλογιόταν τίποτ’ άλλο. Είχε αλλαλογίσει κιόλας λίγο. Έμοιαζε λωλή, καθώς έβγαινε στο περιβόλι κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τη γάτα της. Γιατί, όπως γύριζε στο περιβόλι και μαχότανε να κόψει κανένα ξεροκλάδι απ’ τα παλιόδεντρα, χειμώνας που ‘ταν τώρα, και να σκίσει κανένα σανίδι από σεντούκι σάπιο, αχρείαστο, ή να βγάλει λαχανάκια από τον κήπο το λιγόσπαρτο, η γάτα, εκεί, κοντά της, η Μορφούλα, τη συντρόφευε και της αποκρινότανε με το νιαούρισμά της σ’ όσα εκείνη της λαλούσε ανόητα, λόγια λωλά. Ύστερα την ακολουθούσε στη γωνιά, που άναβε τη φωτίτσα κι έβενε να ψήσει το φαΐ, της Μορφούλας το κυνήγι. Και το μοιραζόνταν ύστερα οι δυο τους σαν δυο φίλοι αγαπημένοι που ήτανε, χωρίς μαλώματα, χωρίς ψωμάκι κιόλας, το συχνότερο.

Χωρίς ψωμάκι, αλήθεια, τώρα τελευταία. Αφού ο άχαρος ο γέροντας της Λασκαρούς έπαψε να της στέλνει το ταχτικό μηνιάτικο στο ξερονήσι, γιατί τον έφαγε κι αυτόν η θάλασσα στερνόν, η Λασκαρού ήτανε πολύ περήφανη και δε ζητούσε ούτε καταδεχότανε. Θα πέθαινε νηστικιά, αλλά δε θα ‘βγαινε όξω τον πόνο και την πείνα της να πει.

Το ‘ξερε αυτό η Αμέρσα πιο καλά από κάθε άλλον. Ήταν η πιο κοντινή γειτόνισσα, αν και πλήθος άλλα σπίτια κατάκλειστα, ρημάδια πιά, χωρίζανε το δικό της απ’ της Λασκαρούς το σπίτι. Έτσι ήταν όλη η χώρα, αριά κατοικημένη, μ’ όλα τα σπίτια τα πολλά και τ’ αρχοντόσπιτα. Ήταν από χρόνια η Αμέρσα μαλωμένη με τη Λασκαρού. Μίση οικογενειακά, συμφέροντα παλιά… μα τώρα τι χρειαζότανε τα μίση, αφού σβήσανε και τα συμφέροντα και πάνε… Πάει, να σηκωθεί να πάει στη Λασκαρού και να φιλιώσει, αυτό δεν τ’ αποφάσιζε η Αμέρσα. Την ήξερε καλά τη Λασκαρού κι ήξερε και τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως η συμφορά της Λασκαρούς τη λύγισε, της γλύκανε το περασμένο της φαρμάκι. Όμως και πάλι δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της. Ήτανε ψυχή κλειστή η Αμέρσα, όπως όλες οι νησιώτισσες κι οι νησιώτες εκεί πέρα. Τι να κάμει; Έπαιρνε άλλη μια γειτόνισσα, μια πονηρούλα από το παραπέρα σπίτι, την Κατερινιώ, και πηγαίνανε και παραφύλαγαν όξω από της Λασκαρούς το περιβόλι.

Τα Χριστούγεννα ήτανε κοντά· ξεροβόρι φυσούσε άγριο τις τελευταίες μέρες. Η Χώρα έβλεπε βορινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. Η Μορφούλα έφτασε μιάν αυγή από το γιαλό με χωρίς τίποτα στο στόμα και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.

-Κοίταξε, είπε η Αμέρσα, σήμερα δεν ψάρεψε η Μορφούλα… με τέτοιον αγριόκαιρο…
-Τι θα φάνε σήμερα οι δυο τους, οι κακόμοιροι… να ‘χουνε τάχα τίποτα; Είπε η Κατερινιώ.
-Καρτέρα μια στιγμή! Είπε η Αμέρσα.
Έφυγε και γύρισε μ’ ένα φελί ψωμί σπιτίσιο.
-Ψίνα, Μορφούλα! Έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Μορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτου απ’ τις γυναίκες και νιαούρισε γλυκά. Οι δυο αυτές, αφού της ‘ρίξαν ένα κομματάκι και την καλόπιασαν, ύστερα της πέταξαν ολόκληρο το φελί. Τις κοίταξε καλά καλά η Μορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τα’ απόθεσε με προσοχή στο σκαλί απάνου και νιαούρισε. Οι δυό γυναίκες κρυφοκοίταζαν άλαλες. Άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η γρια-Λασκαρού.

-Που είσαι Μορφούλα, ψίνα… μπα, εδώ είσαι, καλή… Σήμερα τίποτα δεν έφερες; Που είναι το κυνήγι σου; Ξέρω, φυσούσε απόψε… μα τώρα τι θα φας; Εμένα δε μέλλει, κακομοίρα. Μα για σένα λέω… σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω, παλιόγατα, θα μείνεις νηστική… Μα τ’ είναι αυτό; Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου; Έκαμες καλύτερα… είχαμε τρεις μέρες ν’ αγγίξουμε ψωμί στο στόμα… Έτσι, να φέρνεις, ψιψίνα μου, καμία φορά λίγο ψωμάκι, όχι μονάχα ψάρια… και χωρίς αλάτι κιόλας, τα βαρέθηκα… Καμιά φορά και λίγο τυράκι… όχι, ακόμα είναι σαρακοστή… Έλα, πάμε μέσα τώρα, Μόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου…


Ούτε και ρώτησε που τό ‘βρε το ψωμί η Μορφούλα. Την άλλη μέρα πήγε η Κατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Άφησε και λίγο τυρί.
-Μη, της είπε η Αμέρσα, θα μας καταλάβει κι ύστερα θα τα πετάξει όλα, άμα νιώσει πως τα βάνουμε…

Η Αμέρσα φύλαγε τη θέση της εκεί συχνά, πίσω από τον τοίχο. Μια μέρα πέρασε η Μορφούλα, κρατώντας ένα ολάκερο χταπόδι ζωντανό. Την έσκιαξε τη γάτα και την έκαμε να τ’ αφήσει από το στόμα της. Έκοψε το μισό, το χτύπησε, τ’ αλάτισε και το ξανάδωσε της γάτας πάλι. Τά ‘λεγε αυτά στην Κατερινιώ κι απορούσε η ίδια.
-Ακούς, παράξενο; έλεγε. Πως μπόρεσε και το ‘πιασε; Που το ‘βρε;
-Θα το πέτυχε στη ρήχη, είπε η Κατερινιώ, και το θαλάμι του θα ‘τανε ψηλά… Ύστερα πώς να την τσακώσει τη Μορφούλα; Οι πλόκαμοί του δεν κολλούνε στο μαλλί της. Ακούς, αλήθεια κει!
-Άπιαστο πράμα!
-Ναι, καημένη, μα πως θα το φάει; Έχει και φωτιά;
-Καλά λες! είπε η Αμέρσα. Στάσου να ιδείς… αύριο τι θα κάμω…

Την άλλη μέρα απόγιομα, φυλάγανε πάλι οι δυό γυναίκες, ώσπου είδαν τη γριά να βγαίνει και να γυρίζει στο περιβόλι με τη γάτα της και να μιλεί.
-Σήμερα το κατάλαβες, Μορφούλα μου, πως δεν έχω πιά ξύλα μήτε σπίρτα και μου το ‘φερες ψημένο το χταπόδι ε; Πονηρή… καλή μου, ψίνα μου, νοικοκυρά μου εσύ, όλα τα φροντίζεις… Ξέρεις πως είναι και Σαρακοστή· μεθαύριο έχουμε Χριστούγεννα, κυρά μου… Πάμε μέσα τώρα, θα μου πείνασες λιγάκι, πάμε… κρύο κάνει. Έχουμε λίγο χταπόδι… και ψωμί… και το τυρί θα το φυλάξουμε για τη γιορτή μεθαύριο… πάμε!
Δάκρυσαν οι γυναίκες και τραβήχτηκαν ήσυχα…



Την παραμονή λησμονήσανε τη Λασκαρού, δοσμένες στις δουλειές και τις ετοιμασίες του σπιτιού τους. Το πρωί όμως τη θυμήθηκε η Αμέρσα. Μπήκε σαν κλέφτρα πρώτη φορά, ύστερ’ από χρόνια, στο περιβόλι και πήγε κι άφησε στην πόρτα της ένα κομμάτι ψωμί και τόλμησε κι ένα κοψίδι ψητό κρέας.
Μα ολημέρα, Χριστούγεννα, η Μορφούλα ανήσυχη θρηνούσε απόξω από το σπίτι. Τ’ απομεινάρια του φαγιού ήταν εκεί, σημάδι πως τά ‘χε φάει η γάτα. Τότε ανησύχησε η Αμέρσα. Κάλεσε την Κατερινιώ κι άλλες γειτόνισσες κι αποφασίσανε και χτυπήσανε στης Λασκαρούς την πόρτα. Όμως κανένας δεν τους αποκρίθηκε.




Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Τα παιδιά της μοναξιάς

Έφυγε.
Μόλις έφυγε. «Όλος ο κόσμος να είναι καλά και τελευταία εγώ», μας είπε ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ και μας χαιρέτισε κουνώντας το χέρι με παιδιάστικη
τσαχπινιά, πριν η αυτόματη πόρτα αυτού του γκροτέσκου κουτιού, κλείσει.

Τώρα θα πάρει ταξί, να πάει στο νοσοκομείο να κάνει τη θεραπεία της. «Δεν θέλω κανέναν», μας είχε πει προηγουμένως. «Δε θέλω να με επισκέπτονται». Γι’ αυτό επισκέφθηκε εκείνη εμάς. Για να διεκπεραιώσει μια κοινωνική υποχρέωση, ίσως. Για να αποφύγει μια ανεπιθύμητη παρεξήγηση, ίσως. Γιατί κανείς δε θα καταλάβαινε γιατί δε θέλει κανέναν, ίσως. Μια εκκεντρική φιγούρα με μόνο της οξυγόνο, μόνο της συνδετήρα με τη ζωή, την τέχνη. Θέατρο, μουσική…

Κανείς δεν ξέρει πως είναι η καθημερινότητά της. «Εγώ είμαι σαν τη γάτα», μας είπε ακόμα. «Η γάτα όταν αρρωσταίνει κρύβεται γιατί δε θέλει να τη δει κανείς». Φοβάται το θάνατο. Φοβάται τις τελευταίες ώρες. Φοβάται την ανημποριά, όταν, ίσως –Θεός φυλάξοι- χάσει την αυτάρκειά της. Αλλά ο κύριος φόβος της για την κόλαση που είναι οι άλλοι –κατά Σαρτρ- δεν μπορεί, οπωσδήποτε, να νικήσει τους προηγούμενους φόβους της. Καταφυγή της ο εαυτός της. Καταφυγή της η μοναξιά.


Κάθισε. Και τώρα μπορούσε να αρχίσει η ιεροτελεστία. Η ιεροτελεστία που γνωρίζουν τόσο καλά τα γκαρσόνια του κέντρου των Αθηνών και του Ναυπλίου: Θα βγάλει το ρολόι και θα το ακουμπήσει μπροστά του. Για να μη μπορεί η ματιά του να ξεφύγει κατά κανέναν τρόπο από τον μετρητή των ωρών; Για να μη σηκώνει συνέχεια το μανίκι και κάνει μια κίνηση που θα τον έκανε νευρικό; Για να μην του διαφύγει η πολύτιμη αίσθηση του χρόνου αυτήν την τόσο ιδιαίτερη στιγμή; Κανένα από τα γκαρσόνια, άλλα και οι άλλοι τακτικοί θαμώνες που «τον ξέρουν», δε γνωρίζουν.

Θα παραγγείλει μπύρα. Συγκεκριμένη μάρκα. Συγκεκριμένο μέγεθος ποτηριού. Και θα την πιεί έχοντας το ρολόι μπροστά του. Χωρίς να το κοιτάει. Στην πραγματικότητα δεν το χρειάζεται. Το εσωτερικό του ρολόι, ξέρει ποια είναι η ώρα που πρέπει να αποχωρήσει, εν αντιθέσει με τα γκαρσόνια και τους τακτικούς θαμώνες, που ποτέ δεν έμαθαν πόση είναι, τελικά, η ώρα αυτής της τελετής. Μισή ώρα; 45 λεπτά; Μία ώρα;

Έχει λεφτά. Αυτό είναι σίγουρο καθότι είναι και το μόνο που ψιθυρίζεται γι’ αυτόν. Μαζί με κάτι αόριστους υπαινιγμούς για τις ερωτικές του προτιμήσεις. Παρ’ όλο που κανείς ποτέ δεν είδε ή άκουσε τίποτα, άλλα κοζερί να γίνεται…

Μόνος. Πάντα μόνος. Ένας, με την πρώτη ματιά, απλός παππούλης με ένα ολόλευκο στεφάνι μαλλιών να πλαισιώνει το γυμνό κρανίο του και φευγαλέα να φέρνει στο νου ένα ποίημα του Καβάφη… Μόλις τελειώσει την μπύρα ή λίγο πιο μετά –είπαμε κανείς δεν ξέρει την ακριβή διάρκεια της τελετής- θα ξαναβάλει το ρολόι του. Θα βάλει και τα γυαλιά ηλίου του, χρώματος ταμπά και θα εξαφανιστεί για να επιστρέψει την επόμενη μέρα για την καινούρια τακτική μυσταγωγία.


Παιδεύτηκε. Προσπαθούσε να χώσει το φάκελο στη σχισμή που άφηνε το κάτω μέρος της πόρτας, άλλα δεν τα κατάφερνε και φοβόταν μήπως το παραμόρφωνε τσακίζοντάς το. Ο ταχυδρόμος που είχε αναλάβει τον τομέα αυτής της περιοχής, ήξερε ότι ήταν μάταιο να χτυπήσει το κουδούνι αυτού του σπιτιού. Κι όμως από το γραφείο, τον είχαν κατηγορηματικά πληροφορήσει στις επίμονες ερωτήσεις του, ότι ο ένοικος δεν είχε αλλάξει διεύθυνση. Τουλάχιστον, δεν υπήρξε ποτέ κάποια ειδοποίηση για κάτι τέτοιο. Έτσι, το άφησε κι αυτός το ζήτημα και συνέχισε να πετάει κάτω από την πόρτα τα γράμματα, τους λογαριασμούς, τις ειδοποιήσεις, τα διαφημιστικά κι όλο αυτό το στροβιλιζόμενο χαρτομάνι που περιβάλλει, θέλοντας και μη, τη ζωή κάθε «κανονικού» ανθρώπου.

Τους τελευταίους μήνες όμως αυτή η δουλεία γινόταν αυξανόμενα επίπονη και εργώδης, μέχρι τη σημερινή μέρα που το γράμμα δεν έλεγε να χωρέσει με τίποτα.

Ακόμη κι ο κλειδαράς που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα με τη συνοδεία της αστυνομίας, δυσκολεύτηκε να ανοίξει την πόρτα που εμπόδιζε μια στοίβα από κλειστούς φακέλους και άλλα γυμνά ιλλουστρασίον χαρτιά διαφημίσεων. Λογικό. Ο ένοικος είχε να κουνηθεί από τη θέση που, τελικά, τον ανακάλυψαν, πάνω από έξι χρόνια, όπως υπολόγισε ο αρμόδιος επιστήμων.


Έφτασε. Έπρεπε να κάνει γρήγορα γιατί, σήμερα Δευτέρα, είχε αργήσει. Παρ’ όλο που έξω μόλις πριν μισή ώρα χάραξε. Είχε να καθαρίσει τρεις ορόφους, πριν οι πρώτοι,τακτικοί υπάλληλοι πάρουν θέση στα γραφεία τους. Πήρε την ηλεκτρική σκούπα να καθαρίσει τη μοκέτα των αιθουσών του τρίτου ορόφου, αρχικά, όπως έκανε κάθε πρωί. Μπαίνοντας στην μεγάλη αίθουσα με τα πολλά γραφεία –τα γραφεία των υφισταμένων- διέκρινε στο βάθος μια σιλουέτα. Μισόκλεισε τα μάτια μήπως παρέβλεψε· δεν τη βοηθούσε και το ελάχιστο φως της αυγής, μιας ούτως ή άλλως συννεφιασμένης μέρας. Όμως, πράγματι, κάποιος καθόταν στο γραφείο του αυτήν την ώρα, σκυμμένος στα γραφτά του, με τον αριστερό αγκώνα να ακουμπά στο γραφείο και το χέρι να στηρίζει το κεφάλι και να κρύβει τα μάτια.

Ο μεσήλιξ υπάλληλος, ο πάντα απομονωμένος, απόμακρος και λιγομίλητος, είχε πιά περιορίσει τον τελευταίο καιρό τις καθημερινές χαιρετούρες και τα καλημερίσματα με τους άλλους συναδέλφους κι εκείνοι ανταποκρινόμενοι στα σήματα αφιλίας που εξέπεμπε δεν τον χαιρετούσαν πλέον καθόλου. Και σιγά-σιγά έπαψε να υπάρχει στο οπτικό τους πεδίο και έγινε απλώς ένα υπερμέγεθες εξόγκωμα του συνολικού όγκου του γραφείου στο βάθος. Έτσι ο τελευταίος «συνάδελφος» που έφυγε την Παρασκευή το απόγευμα δεν τον είδε, φυσικά, να κάθεται στην συνηθισμένη του στάση και έσβησε το φως πριν κλείσει την πόρτα. Κι ο υπάλληλος, ο πληγμένος από μια ύπουλη και άνιχνη, θανάσιμη καρδιακή προσβολή πέρασε το σαββατοκύριακο στο γραφείο του, στη συνηθισμένη του στάση.


Επιμύθιο. Υπάρχει άραγε επιμύθιο; Κατ’ αρχάς, ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για την κατάθλιψη που ενδεχομένως θα προκληθεί σε όποιον επιχειρήσει να διαβάσει αυτό το κείμενο, χρονιάρες μέρες. Ξαναγυρνώντας στο επιμύθιο, δε θα ήθελα να συνδεθεί η ανάρτηση με την ετήσια σύσταση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, να θυμόμαστε τους μοναχικούς ανθρώπους. Αυτό εξυπακούεται και φυσικά αυτή η «ανάμνηση» των μοναχικών δεν πρέπει να είναι «επετειακή». Όμως έχω την εντύπωση πως αυτή η σύσταση αφορά κατ’ εξοχήν τους μοναχικούς εκείνους, που έγιναν μοναχικοί άκοντες, αφού τους ξέχασαν επιδεικτικά και άστοργα οι οικείοι τους.

Οι αληθινές ιστορίες μου (μερικές από το κοντινό μου περιβάλλον, άλλες παρμένες από γεγονότα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες) αφορούν μια άλλη κάστα μοναχικών που με τη σειρά της χωρίζεται σε δύο επιμέρους παρακλάδια: τους μοναχικούς που σχεδόν από την αρχή της ζωής τους αποφάσισαν να είναι μοναχικοί και κλείστηκαν από νωρίς στον εαυτό τους, μη αφήνοντας καμιά χαραμάδα προσέγγισης. Και τους μοναχικούς που ενώ προσπάθησαν να αλλάξουν, κουράστηκαν στην πορεία και είδαν ότι ήταν χαμένος κόπος. Κατάλαβαν, δηλαδή, ότι δεν είχαν ταλέντο στη ζωή. Πράγματι, χρειάζεται κάποιο ταλέντο για να διάγει κανείς τη ζωή. Πολλοί ίσως δεν το καταλαβαίνουν, γιατί ακολουθούν –ασυναίσθητα φυσικά- τη μέθοδο του ακροβάτη: ο ακροβάτης για να μην πέσει, πρέπει να μην σκέφτεται τι κάνει εκείνη τη στιγμή και ότι είναι ακροβάτης. Αν έστω και για μια στιγμή αποκτήσει συναίσθηση του εγχειρήματός του, τότε πέφτει. Όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι δεν κάθονται να αναλύσουν το ταλέντο τους και το πώς και γιατί το έχουν. Το αντιλαμβάνονται και το καλλιεργούν.

Αρά; Είναι κακιά η μοναξιά και ξορκισμένη με τον απήγανο και βγείτε όξω για σόπινγκ θέραπυ και κουσκουσουριό θέραπυ στα παντοειδή mall-ια, για να μην πέσετε;

Ή μήπως να πιστέψουμε τους παγκόσμιους στοχαστές και ποιητές και διανοουμένους που ορκίζονται, ότι η μοναξιά είναι δημιουργική; «Ο εκτός πόλης –μονήρης- άνθρωπος είναι είτε θηρίο είτε θεός», είπε ο Αριστοτέλης. «‘Η μπορεί να είναι και τα δύο. Και αυτός είναι ο φιλόσοφος», συμπλήρωσε ο Νίτσε.


Η μοναξιά είναι σίγουρα δημιουργική και για να καρποφορήσουν τα ερεθίσματα που δεχόμαστε καθημερινά, τα αναγνώσματα και τα ακούσματά μας, χρειάζεται να τα επεξεργαστούμε με ησυχία και μένοντας μόνοι. Αλλά και για την ενδοσκόπηση και την αυτογνωσία χρειάζεται μοναξιά.

Μέτρον, λοιπόν; Κι αριστοτελική μεσότης; Εύκολες λύσεις, θα πει κανείς και δε θα’ χει άδικο. Στην πράξη είναι διαφορετικά και συνήθως καταλήγουμε να δρούμε σύμφωνα με τις κλίσεις του χαρακτήρα μας. Αυτό όμως που έχει σημασία τελικά – για να μπει κι ένα ρημάδι επιμύθιο- είναι να ρωτήσουμε τον εαυτό μας, όταν καταλάβουμε ότι οσονούπω η ζωή μας λαμβάνει τέλος: «άξιζε η ζωή που έζησα;»

Για να λάβουμε, όμως, θετική απάντηση τότε, πρέπει να ρωτήσουμε αυτή τη στιγμή τον εαυτό μας: «αξίζει η ζωή που ζω;» και να αντιληφθούμε αυτά που ενδεχομένως ρίχνουν την πλάστιγγα στην αρνητική απάντηση και σιγά-σιγά να τα ανασκευάσουμε… (Άντε το έβγαλα και το αισιόδοξο μήνυμα γιορτάρες μέρες, μην τ' ακούσω κιόλας ότι ενσπείρω προβοκάτσιες κατά της ύπαρξης του αη Βασίλη, των εκτυφλωτικών φωταψιών των αθηναϊκών μπαλκονιών και του ακατάσχετου ξοδέματος του 13ου μισθού στους καθιερωμένους τόπους καταναλωτικής λατρείας...)


Πως θα απαντούσαν όμως οι ήρωες των ανωτέρω ιστοριών σε αυτές τις ερωτήσεις;

Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε για λογαριασμό τους, όσο προφανείς κι αν μας φαίνονται οι περιστάσεις. Άλλωστε ο παράδεισος του ενός, είναι η κόλαση του άλλου και το αντίστροφο.

Επί τούτοις, ας ακούσουμε τη γερμανίδα αοιδό Hildegard Knef, να μας βεβαιώνει με το μελαγχολικό τραγούδι της (που μου θυμίζει λίγο τη μουσική από το πολυαγαπημένο φιλμ ,"Οι εντιμότατοι φίλοι μου") «Aber schön war es doch» (Κι όμως ήταν ωραία)…:




Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Μια θλιμμένη, συννεφιασμένη Κυριακή...

Έναν μύθο θα σας πω. Έναν μύθο αστικό…
Ένα urban legend, στην καθομιλουμένη, για να καταλαβαινόμαστε.
Βεβαίως, στο να μετατραπεί μια ιστορία σε μύθο (και δη αστικό), συμβάλλουν -εκτός από τα ιδιαίτερα γεγονότα που την αποτελούν- η ευρηματική και ανεξάντλητη φαντασία των αφηγητών της ιστορίας, η ευπιστία των ακροατών της, καθώς και το πόσο εξακολουθεί να παραμένει μύθος στο διάβα του χρόνου μη χάνοντας την παραμικρή αίγλη του, παρά τις άοκνες προσπάθειες των πραγματιστών, θετικιστών, ορθολογιστών και όσων, γενικότερα, συμβάλλουν στο ξεμάγεμα του κόσμου, που θα ‘λεγε κι ο Μαξ Βέμπερ…

Ο μύθος μου, λοιπόν, αφορά ένα τραγούδι· ίσως όμως, στην πορεία της εξιστόρησης, αποδειχθεί ότι αφορά δυο τραγούδια, που δεν έμελλε να «συναντηθούν» ποτέ, αλλά, παρά ταύτα, έχουν κοινές αναφορές.

Και πως θα μπορούσε να αρχίζει ένας μύθος, πάρα τόσο κοινότοπα, άλλα και με το τόσο αναφλεκτικό για τη φαντασία…:

Μια φορά κι έναν καιρό,

υπήρχε ένα τραγούδι που είδε το φως του κόσμου το 1933 και επέπρωτο να κατηγορηθεί για παρακίνηση, όσων το άκουγαν, στην αυτοχειρία.

Η εξωραϊσμένη πλευρά της ιστορίας, θέλει τον συνθέτη του να το έχει εμπνευσθεί στο εκμαυλιστικό Παρίσι, μια συννεφιασμένη και θλιμμένη Κυριακή, μετά από έναν καβγά με την σύντροφό του. Μερικές μέρες μετά κι αφού ο συνθέτης είχε στείλει στην αρραβωνιαστικιά του ένα γράμμα συμφιλίωσης, έμαθε από την αστυνομία ότι βρέθηκε το άψυχο σώμα της στο διαμέρισμά της, ενώ δίπλα της κείτονταν ένα αντίγραφο της παρτιτούρας του έργου…

Η αδυσώπητη πραγματικότητα είναι, όμως, ότι ο Rezső Seress, ο Ούγγρος συνθέτης του τραγουδιού, "Szomorú Vasárnap" (θλιμμένη Κυριακή, ή όπως έγινε αργότερα διάσημο υπό τον αγγλικό τίτλο του, “Gloomy Sunday”), δεν έφυγε ποτέ από την Βουδαπέστη, (όπου και γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1889) πάρα μόνο μια φορά ως κρατούμενος των Ναζί, όταν αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ουκρανίας (λόγω της εβραϊκής του καταγωγής), από όπου, τελικά, κατάφερε να γλυτώσει από το θάνατο.

Ο Rezső Seress σε μιά κολακευτική φωτογραφία

Η αλήθεια, επίσης, θέλει τον στιχουργό, László Jávor, να έχει γράψει ένα τραγούδι, με τίτλο, «Θλιμμένη Κυριακή», με τη ευκαιρία του χωρισμού του με την σύντροφό του, και να ζητά από τον Rezső Seress να «ντύσει» με μουσική τους στίχους του. Έτσι κι έγινε.

Αυτόματα, σχεδόν, με την δημοσιοποίηση της μολπής, έγιναν και κάποιες αναφορές για επικίνδυνες παρενέργειες που ακολουθούσαν την ακρόασή του.

Συγκεκριμένα, στην πόλη του συνθέτη, βρέθηκαν διάφορα άτομα νεκρά (μερικά μάλιστα αυτοκτονώντας στον Δούναβη) που είτε είχαν μαζί τους αντίγραφο της μουσικής, είτε σημειώματα που περιείχαν τη φράση «θλιμμένη Κυριακή». Όσο περισσότερο, όμως, το τραγούδι γινόταν διάσημο, τόσο έφταναν και αναγγελίες αυτοκτονίας, με κατηγορούμενο το δόλιο το άσμα, από όλον τον κόσμο.

Ο Rezső Seress σε μιά όχι και τόσο κολακευτική φωτογραφία που φέρνει ελαφρως σε Bela Lugosi

«Θύματα» του τραγουδιού υπήρξαν στο Βερολίνο.

Ο επιζήσας του Ολοκαυτώματος, με τη βοήθεια του Oscar Schindler, Poldek Pfefferberg, διηγείται, ότι μιά βραδιά ο ναζί διοικητής του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, είχε διοργανώσει μιά μεγάλη γιορτή στη βίλλα του. Θέλοντας να διασκεδάσει τους καλεσμένους του, διέταξε τον συγκεκριμένο Εβραίο κρατούμενο & τον αδελφό του, οι οποίοι ήταν μουσικοί & έπαιζαν βιολί & ακορντεόν, να παίξουν στη γιορτή αυτή.

Όταν το γλέντι έφτανε προς το τέλος του, αναφέρει ο Εβραίος, σηκώθηκε ένας Γερμανός αξιωματικός μεθυσμένος & ζήτησε να ακούσει το "Gloomy Sunday". Όταν τέλειωσε, ζήτησε να το ξανακούσει, κι όταν τέλειωσε, πάλι... Το ζήτησε, ξανά & ξανά... Ζήτησε να το ακούσει συνολικά έξι φορές. Την έκτη φορά, ενώ το τραγούδι συνέχιζε να παίζεται από τους Εβραίους μουσικούς, ο αξιωματικός βγήκε στη βεράντα, έβαλε την κάνη του περιστρόφου του στο στόμα & πάτησε τη σκανδάλη...

Στη Ρώμη, λέγεται πως ένας νεαρός ακούγοντας έναν πλανόδιο μουσικό να παίζει το τραγούδι, του έδωσε ό,τι χρήματα είχε πάνω του κι έπεσε στα νερά του Τίβερη. Στη Νέα Υόρκη μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή έχοντας στο γραμμόφωνό της μια πλάκα με το κομμάτι, ενώ με ένα σημείωμά της παρακαλούσε τους οικείους της να την κηδέψουν με τη συνοδεία αυτής της μουσικής.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το ΒΒC απαγόρεψε την μετάδοσή του γύρω στα μέσα του 1930 και η απαγόρευση αυτή, ήρθη μόνο πρόσφατα, μετά από την αναμετάδοση των ερμηνειών του κομματιού από καλλιτέχνες όπως ο Elvis Costello και η Bjork. Το τραγούδι έτυχε, επίσης, απαγόρευσης αναμετάδοσης από τα ραδιόφωνα τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στην Αμερική. Για την Αμερική, ωστόσο, η απαγόρευση δεν είχε μεγάλη διάρκεια.

Το κομμάτι, πέρα από την ρετσινιά του, έγινε ιδιαίτερα διάσημο σε όλον τον κόσμο και οι στίχοι αποδόθηκαν σε πολλές γλώσσες. Παρ’ όλα αυτά, ο Seress, ποτέ δεν ζήτησε πνευματικά δικαιώματα κι ενώ θα μπορούσε να είχε γίνει πάμπλουτος, προτίμησε να μείνει στη σοσιαλιστική Βουδαπέστη και να παίζει πιάνο σ’ ένα κακόφημο εστιατόριο, στην παρακμιακή εβραϊκή συνοικία της πόλης (σήμερα, βεβαίως, το εστιατόριο –το οποίο λειτουργεί- είναι ένα από τα αξιοθέατα, ενώ η τέως εβραϊκή συνοικία είναι από τις πιο αριστοκρατικές)…

Όταν ερωτήθηκε ο Seress, χρόνια αργότερα για το τραγούδι του, δήλωσε: «Στέκομαι στο μέσον μιάς θανατερής επιτυχίας, ως κατηγορούμενος. Αυτή η θανάσιμη φήμη με πονάει. Μέσα από αυτό το τραγούδι, θρηνώ όλες τις απογοητεύσεις της ζωής μου. Και φαίνεται ότι κι άλλοι, με παρόμοια συναισθήματα, έχουν βρει το δικό τους πόνο μέσα σε αυτό». Νομίζω, ότι αυτή η δήλωση, είναι και το πιο αληθινό που μπορεί να λεχθεί γι’ αυτό το παρεξηγημένο τραγουδάκι.

Εν τούτοις, κι ο ίδιος ο Rezso Seress, τον Ιανουάριο του 1968, αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο του σπιτιού του, αναρριπίζοντας έτσι την αχλύ του μύθου… Ας επισημάνουμε τέλος, πως, οι αυτοκτονίες ήταν ανέκαθεν πολλές στην Ουγγαρία, γενικότερα, καθώς είναι μια από τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών…

Το τραγούδι υπήρξε έμπνευση για τον Γερμανό σκηνοθέτη Rolf Schübel, ώστε το 1999 να κάνει μια ταινία –ακροθιγώς- βασισμένη πάνω στην ιστορία του: “Gloomy Sunday - Ein Lied von Liebe und Tod (Ένα τραγούδι αγάπης και θανάτου).


Διάσημες διασκευές-εκτελέσεις-ερμηνείες του “Gloomy Sunday”, έγιναν από την Billy Holiday, τον κλαρινετίστα της τζαζ, Artie Shaw, τον επίσης τζαζίστα, Stan Kenton, τον Paul Whiteman, τον Mel Torme, τη Diamanda Galas, τον Serge Gainsbourg, το Kronos Quartet και πολλούς ακόμη.

(Γιά όποιον θέλει να ακούσει την πρωτότυπη μελωδία, καθώς και άλλες συνθέσεις του Seress, μπορεί να κατεβάσει ΑΥΤΟΝ το δίσκο, από AYTO το ουγγρικό ιστολόγιο μουσικής. Αφού το κατεβάσετε και πάτε να το ακούσετε, θα ζητηθεί password, το οποίο είναι: Thank You όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας στα σχόλια...)


Για μας του Έλληνες, βέβαια, όταν πρόκειται για Κυριακή και μάλιστα νεφελώδη, το συλλογικό μας ασυνείδητο εννοεί το τραγούδι εκείνο που -μαζί με τόσα άλλα- είναι χαραγμένα, λες, στο DΝΑ μας και το ξέρουμε ακόμη κι αν οι μουσικές μας προτιμήσεις δεν συμπίπτουν με το είδος στο οποίο ανήκει, par excellence, η «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Ο Τσιτσάνης, βέβαια, εμπνεύστηκε το τραγούδι μετά τον Εμφύλιο και ιδού τι λέει γι’ αυτό:

«Τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη "συννεφιά" της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας - τότε που τα έσκιαζε όλα η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά...»
Βέβαια, μετά από χρόνια, εμφανίστηκε ο στιχουργός Αλέκος Γκούβερης και διεκδίκησε την πατρότητα των στίχων του τραγουδιού (αίροντας, κατά κάποιο τρόπο και το μανδύα του μύθου που τυλίγει κι αυτήν την «Κυριακή») λέγοντας πως το είχε γράψει μια Κυριακή που έχασε ο Ολυμπιακός (ή ο Παναθηναικός, θα σας γελάσω. Κατ’ άλλους η ΑΕΛ…) στο ποδόσφαιρο. Εν πάση περιπτώσει, δόκος δ’ επί πάσιν τέτυκται (σε όλα μόνο εικασίες επιτρέπονται)…


Η ουσία είναι ότι, Seress και Τσιτσάνης, έγραψαν, για Κυριακές θλιμμένες. Για Κυριακές συννεφιασμένες. Για μαύρες ζωές και χαμένες χαρές.

Κι όλα αυτά μια Κυριακή. Μια μέρα, δηλαδή, που ο εργαζόμενος κόσμος κάνει να δει τον ουρανό, που στη ρουτίνα, τις υποχρεώσεις και την τύρβη όλης της υπόλοιπης εβδομάδας, του διαφεύγει. Μια μέρα, κατά κανόνα, χαρούμενη, που ενώνει τις οικογένειες και είναι συνώνυμο της θαλπωρής. Κι όμως, έμπνευση και των δύο στάθηκε μιά ασυνήθιστη Κυριακή, χωρίς, παρ’ όλα αυτά, ο ένας να γνωρίζει τόσο την ύπαρξη του άλλου, όσο και των «Κυριακών» τους.

Σήμερα, πάντως, είναι μιά θαυμάσια ηλιόλουστη Κυριακή εν Αθήναις, που δίνει ελάχιστη έως καθόλου αφορμή γιά θλίψη.

Καλή Κυριακή σε όλους!

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Καλή αντάμωση !



Αέρας φεύγουν οι μέρες, για τους φίλους που παρουσιάζονται στο στρατό. Έξι και μια μετράει στο ιστολόγιό του ο αγαπημένος μας Σείριος. Έξι και ένα τραγούδια, φεύγουν αέρας να του δροσίζουν την υπομονή...
Τελευταία στιγμή, ας χωθεί στο σακίδιό του και το αγαπημένο μου σκίτσο, του Στάθη Σταυρόπουλου...

Το γράμμα - Θωμάς Μπακαλάκος

Τετάρτη βράδυ - Λάζαρος Ανδρέου, Χρήστος Λεττονός

Οι Κυριακές στην Κατερίνη - Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός

Ο στρατώνας - Γιάννης Ρίτσος, Θάνος Μικρούτσικος

Λαϊκός τραγουδιστής - Διονύσης Σαββόπουλος

Soldier Of Fortune - Deep Purple

Brothers In Arms - Dire Straits

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Το "κατοχικό πενάκι" του Φωκίωνα Δημητριάδη

"AΠO της 6ης πρωινής τα ιταλικά στρατεύματα θα κινηθούν εναντίον της Eλλάδος. Τελεσίγραφο στον Eλληνα πρωθυπουργό απ τον Iταλό πρέσβη Eμμανουέλ Γκράτσι".
Αυτόν τον πρωτοσέλιδο τίτλο αντίκρισαν οι αναγνώστες των περισσότερων αθηναϊκών εφημερίδων το πρωινό της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου του 1940. Δεδομένου μάλιστα, ότι το τελεσίγραφο επιδόθηκε στον Μεταξά στις 3 τα χαράματα, εύκολα φαντάζεται κανείς τον αγώνα δρόμου των συντακτών της εποχής, να προλάβουν να τυπώσουν δεύτερο φύλλο, το λεγόμενο "έκτακτο παράρτημα", με τη μεγάλη είδηση. H κήρυξη του πολέμου, με το τελεσίγραφο του Γκράτσι, στάθηκε για την Ελλάδα -που η διχόνοια πάντοτε την κατέτρωγε- ένα σύνθημα πρωτοφανούς ομοψυχίας. Μπροστά στην απειλή η ελληνική συνείδηση ανασκουμπώθηκε και εξεγερμένη τέθηκε επί ποδός για δράση. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες επιστρατευμένοι κι αυτοί, στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν, απεικόνισαν την εξάμηνη ελληνοϊταλική σύγκρουση, που κατέληξε σε θρίαμβο για την Ελλάδα κι εξευτελισμό του φασιστικού καθεστώτος. Mε κάθε πρόσφορο εικαστικό μέσο, απ' την πρώτη στιγμή θ’ αποτυπώσουν παραστατικά τη γενική έξαρση, αλλά και τον παράλογο ενθουσιασμό των Ελλήνων, την πολεμική ορμή και το μεγαλείο της νίκης, αλλά και τις δοκιμασίες, τις κακουχίες και τα βογγητά των πληγωμένων, ακόμη κι αυτόν τον ίδιο το θάνατο. Εκτός από τους ζωγράφους που φιλοτέχνησαν σειρές (... όπως οι Αλεξανδράκης, Προκοπίου, Αργυρός) ή μεμονωμένα έργα ( Γουναρόπουλος, Kαπράλος, Bυζάντιος, Φρ. Aριστεύς, Nείρος, Σπ. Bασιλείου, Παρθένης κ.ά. ) στην ηθική ενίσχυση του άμαχου πληθυσμού και στην καλλιέργεια αλληλεγγύης στις οικογένειες των στρατευμένων, συνέβαλαν κατά κύριο λόγο με τις αφίσες τους, οι τότε σπουδαστές του εργαστηρίου χαρακτικής της Σχολής Καλλών Τεχνών του Γιάννη Kεφαλληνού (Tάσσος, Bάσω Kατράκη, K. Γραμματόπουλος κ.ά.) και οι σκιτσογράφοι των εφημερίδων της εποχής. Τα πρώτα "πενάκια" που επιστρατεύτηκαν ήταν οι επιφανείς σκιτσογράφοι Φωκίων Δημητριάδης, Γ. Γκέιβελης, Στ. Πολενάκης, Aν. Bλασσόπουλος, Σοφοκλής Aντωνιάδης, Aν. Bώττης, Παυλ. Παυλίδης, K. Mπέζος, N. Kαστανάκης, Mιχ. Nικολινάκος και ακολούθησε μια χορεία νεότερων, μα το ίδιο αξιόλογων γελοιογράφων. Aπ’ την έναρξη του πολέμου και μέχρι την εισβολή των Γερμανών στην Eλλάδα τον Απρίλιο του 1941, η ελληνική γελοιογραφία θα φτάσει στην ύψιστη ακμή της. Φτάνοντας ενίοτε στα όρια μεταξύ σάτιρας και προπαγάνδας, θα κατεξευτελίσει την κωμική οίηση του Mουσολίνι και τις συνεχείς πανωλεθρίες του ιταλικού στρατού, ομολογουμένως τόσο εύστοχα, ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση, περισσότερο σήμερα, πως ο πόλεμος κατά των Ιταλών υπήρξε μια ακολουθία από εύκολες νίκες. Σχεδόν πλάι σε κάθε χρονογράφημα, υπήρχε στις σελίδες των εφημερίδων και μια γελοιογραφία που εξήρε τα κατορθώματα του εύζωνα. Το τσαρούχι που πετάει τον Μουσολίνι στη θάλασσα (...θα πρέπει να είναι σκίτσο του Πολενάκη) τυπώθηκε σε αμέτρητα φυλλάδια για να μοιραστεί στις γειτονιές της Αθήνας. Το χαρακτηριστικό σκίτσο του Αγήνορα Αστεριάδη με τον εύγλωττο τίτλο "VINCEREMO", που απεικόνιζε έναν σκύλο να κατουράει το αρχικό του ονόματος του Μουσολίνι και την υπερφίαλη δήλωσή του, που ήταν γραμμένη σε μια κολώνα, τοιχοκολλήθηκε σε πολυσύχναστα σημεία της πρωτεύουσας, πλάι στο γνωστό "Στιλέτο" του χαράκτη Τάσσου (...έργο που πριν γίνει αφίσα, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νεοελληνικά Γράμματα" στο τεύχος της 16ης Νοεμβρίου 1940).  

Το δίπτυχο του Φωκίωνα Δημητριάδη, που δημοσιεύτηκε στα "Aθηναϊκά Nέα" (..στο φύλλο της 6ης Aπριλίου ’41, ακριβώς την ημέρα που εκδηλώνεται η γερμανική επίθεση στα ελληνικά σύνορα) με υπέρτιτλο "H ιστορία επαναλαμβάνεται..." και υπότιτλο "...Θα απαντήση και πάλιν η ελληνική λόγχη" χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ακόμα και στα "επιστολικά δελτάρια" της εποχής. Στην ανατύπωση της αφισέτας,που στη μια πλευρά απεικόνιζε το Μουσολίνι και στην άλλη, σ' ένα πανομοιότυπο σκίτσο, το Χίτλερ (...κάτι σαν εναλλαγή προσώπων στο ρόλο του σφαγέα, δηλαδή) η λεζάντα ήταν πάντα δίγλωσση -ελληνικά και αγγλικά- ώστε το σαφές μήνυμα να μεταφέρεται και στο εξωτερικό. Σε πολλές ξένες εφημερίδες, άλλωστε (...κυρίως βρετανικές και γαλλικές) αναδημοσιεύονταν και πολλά αντιφασιστικά και αντιναζιστικά σκίτσα ελλήνων γελοιογράφων. Αυτές οι πρώτες κινήσεις των ελλήνων σκιτσογράφων και χαρακτών, δήλωναν στην ουσία πως, ολόκληρος ο ελληνικός λαός πια, ήταν έτοιμος για οργανωμένη αντίσταση, όχι μόνο εναντίων των ξένων κατακτητών, αλλά και των εγχώριων φασιστικών ανδρεικέλων τους. Ας μην ξεχνάμε πως, η Μεταξική λογοκρισία απαγόρευε τη δημοσίευση σκίτσων που σατίριζαν τον Ντούτσε τον πρώτο καιρό της ιταλικής επίθεσης και μέχρις ότου ο ελληνικός στρατός σημειώσει τις πρώτες νίκες του στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Επίσης, στα πλαίσια μιας πολιτικής "μη εξερεθισμού της ναζιστικής Γερμανίας", η ελληνική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει γενικώς τη δημοσίευση σκίτσων του Χίτλερ (...ήταν η περίοδος που η Αθήνα επένδυε ακόμα πολιτικά σε μια "μεσολάβηση" του Βερολίνου προς τη Ρώμη). Είναι γνωστή η περιπέτεια -σε μια απ' τις πιο δύσκολες καμπές του πολέμου- μερικών από τα πιο λαμπρά ονόματα της ελληνικής διανόησης. Το Δεκέμβρη του 1940 συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια, όπου και κρατήθηκαν για 48 ώρες, ο διευθυντής του περιοδικού "Νεοελληνικά Γράμματα" Δημήτρης Φωτιάδης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Νίκος Καρβούνης, ο Γιάννης Κορδάτος, ο Άγις Θέρος, ο Θέμος Κορνάρος κι ο Ασημάκης Πανσέληνος. Αφορμή ήταν η δημοσίευση άρθρου του Καραγάτση, στο οποίο ανέφερε ότι ο ιταλικός φασισμός είναι ιμπεριαλιστικός, δίχως ηθική συνέπεια και πολιτική συνέχεια. Αιτία -βέβαια- η αντιφασιστική αρθρογραφία όλων, τόσο στα "Νεοελληνικά Γράμματα" όσο και στον ημερήσιο τύπο, ιδιαίτερα στην εφημερίδα "Πρωία".
Τις μεθόδους της Μεταξικής κυβέρνησης προσπάθησαν να διατηρήσουν και να "εξελίξουν" οι μετέπειτα κατοχικές κυβερνήσεις, υπό τους Τσολάκογλου, Κορυζή, Λογοθετόπουλο και Ιωάννη Ράλλη (...πατέρα του Γεωργίου), γνωστούς και ως Κουϊσλινγκ, αλλά όπως ήταν φυσικό, στάθηκε αδύνατο να επιβάλουν λογοκρισία στο σύνολο του Τύπου και ν' αντιμετωπίσουν την ευρηματικότητα και το πάθος του λαού, που αντιστέκονταν με κάθε μέσο για την απελευθέρωση, αλλά και την επιβίωσή του. Στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, ξεφυτρώνουν νέα έντυπα με αποκλειστικό σχεδόν περιεχόμενο τη γελιοποίηση των εισβολέων, ενώ και τα αποκαλούμενα "οικογενειακά έντυπα" προσθέτουν ειδικές σελίδες χιούμορ για την περίσταση. Παράδειγμα νέου εντύπου, προσανατολισμένου στον σχολιασμό του πολέμου με σκίτσα ή κόμικ, είναι το περιοδικό "Aέρα" που κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του το Σάββατο 7 Μαρτίου 1941 και προλαβαίνει να εκδώσει άλλα τρία. Απ' τα "οικογενειακά" περιοδικά αξίζει να σημειωθεί ο "Θησαυρός", που πρόσθεσε στις σελίδες του την ενότητα γελοιογραφιών "Επί ποδός πολέμου" με αποθησαυρισμένο υλικό των κορυφαίων σκιτσογράφων εκείνου του καιρού. Ειδική μνεία οφείλουμε επίσης, στο περιοδικό "Ο φανός των Συντακτών", ένα σατιρικό έντυπο, που προπολεμικά συνόδευε με ευτράπελα και πιπεράτα σχόλια τις κοσμικές εκδηλώσεις των εργαζομένων στο χώρο του Τύπου και κυρίως τον ετήσιο "Χορό των συντακτών". Στις 28 Φεβρουαρίου 1941, προσαρμοσμένο στο εμπόλεμο κλίμα, το περιοδικό κυκλοφόρησε με αλλαγμένο λογότυπο, ως "Ο πολεμικός φανός" και τη λεζάντα "Εκδίδεται συσκοτισμένος, σύμφωνα με τη διαταγή περί συσκοτίσεως των φώτων". Αιχμή του δόρατος της έντυπης σάτιρας, βέβαια, παρέμεναν οι μεγάλες εφημερίδες της εποχής, η "Καθημερινή", το "Ελεύθερον Βήμα", τα "Αθηναϊκά Νέα" (..."πρόγονοι" των εφημερίδων "Το Βήμα" και "Τα Νέα", που κυκλοφορούν μέχρι σήμερα), ο "Ασύρματος" κ.ά.
Στο "Ελεύθερον Βήμα", στις 2 Νοεμβρίου του 1940, δημοσίευσε το πρώτο του πολεμικό σκίτσο και ο Φωκίων Δημητριάδης, δέκα σκίτσα του οποίου, διάλεξα να παρουσιάσω σ' αυτό το μικρό αφιέρωμα. Αυτή η πρώτη του πολεμική γελοιογραφία δεν διέφερε κατά πολύ από το ύφος και την τεχνική των συναδέλφων του, εκείνη την περίοδο. Είχε τίτλο "Ο προστάτης των μικρών" και παρουσίαζε ένα παιδί σε μικρή ηλικία, ντυμένο με τη χαρακτηριστική ενδυμασία του εύζωνα, να προτάσσει τη λόγχη του στο Μουσολίνι, ενώ την όλη σκηνή παρακολουθούν τέσσερις γυναικείες φιγούρες που παριστάνουν τη Λιβύη, την Αιθιοπία, την Αλβανία και τα Δωδεκάνησα. Ακολούθησαν δεκάδες σκίτσα αντιφασιστικού χαρακτήρα, τόσο στο "Ελεύθερον Βήμα" όσο και στα "Αθηναϊκά Νέα", κάποια από τα οποία, μπορείτε να δείτε και στη σελίδα minipress.gr Εν τάχει, ξεχωρίζω το δίδυμο "Φράνκο-Ντούτσε" (Aθηναϊκά Nέα, 6 Mαρτίου 1941), το "Τώρα που ήλθε η άνοιξη" με τον Μουσολίνι να χτυπά την πόρτα του ναζισμού, λέγοντας: "Ελεήστε τον σακάτη" (Ελεύθερον Bήμα, 9 Mαρτίου 1941) κι ακόμη το εξαιρετικό εκείνο σκίτσο, όπου ο Μουσολίνι κείται επάνω σε πλήθος, μύριες λόγχες, με τίτλο: "H ταν ή επί των" (Ελεύθερον Bήμα, 24 Nοεμβρίου 1940). Η έξυπνη λεζάντα παίζει πάντα σημαντικό ρόλο στην επιτυχία... στην απήχηση μιας γελοιογραφίας. Ο συντονισμός εικόνας και λόγου αναδεικνύει τον παιδευτικό, τον πολύτιμα πολιτιστικό ρόλο του σκίτσου, άσχετα αν κάποιοι το θεωρούν παρακατιανή, παρακαλλιτεχνική δημιουργία. H λεζάντα του Δημητριάδη υποδηλώνει επίσης, την προσωπική του παιδεία, με τους τόσους παραλληλισμούς, τους υπομνηματισμούς και τις υπαινικτικές βολές του.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη διαφοροποιείται, τεχνικά και αισθητικά. Αποκτά -στη μαυρόασπρη εκδοχή του- άπειρες αποχρώσεις του γκρίζου κι ένα σβησμένο φόντο αναγεννησιακής γκραβούρας και λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, ιδιαίτερα όταν ο δημιουργός δεν αρκείται απλώς στη γελοιογραφία, αλλά αποβάλει τα εμβληματικά "κλισέ" και εικονογραφεί τη ζοφερή πραγματικότητα. Ως λειτουργός της δημόσιας γραφής, με τη σημασία και της καταγραφής και της καταγγελίας, μέσα στην κοινωνία και για την κοινωνία, παρουσιάζει σημαντικότατο πολιτιστικό έργο, που μάλιστα απευθύνεται σε διεθνές κοινό, αφού η δουλειά του ανατυπώνεται και σε ξένες εφημερίδες.
Οι κατοχικές γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη χρωματίζονται από τον έντονο συναισθηματισμό, τη νοσταλγία των παλαιών ημερών της ελευθερίας και την προσμονή της λύτρωσης. Αυτό που ξεχωρίζει στον Φωκίωνα Δημητριάδη, είναι ο έντονος λυρισμός, οι ελεγειακές εξάρσεις και ο πικρός σαρκασμός, όπως γράφει ο Αρτέμης Ψαρομηλίγκος στο εισαγωγικό σημείωμα της ειδικής έκδοσης της "Ελευθεροτυπίας" του Σαββάτου, απ' όπου και τα δέκα σκίτσα που παρουσιάζονται εδώ.
Εγώ κλείνοντας, θα πω μόνο πως, η δύναμη αυτών των σκίτσων είναι τέτοια, που δεν χρειάζεται καν λόγια για ν' αγγίξει τη μνήμη των μεγαλυτέρων και την ευαισθησία των νεοτέρων...

Οι ένδοξοι νικηταί ! ~ CHEATED OF VICTORY  

 "Δυστυχώς, στρατηγέ μου, τα παράσημα δεν έχουν σήμερα καμίαν αξία" 
"SORRY, GENERAL, DECORATIONS HAVE NO VALUE TODAY"
   

"YOUR MONEY OR YOUR LIFE" 
"Το βαλάντιον ή την ζωή σου" 
- Ώστε δεν έχεις πενήντα λίρες να μου δώσεις? Τότε είσαι κομμουνιστής και θα τουφεκισθείς!
 

Κατηγορώ... ~ J' ACCUSE  

Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη... ~ HYMN TO LIBERTY 

 

"Δεν το θέλω. Σκότωσες τον μπαμπά μου!" 
"YOU KILLED MY DADDY"

 Η τιμή ενός ψωμιού ~ THE PRICE OF BREAD 

 Πανδαισία! ~ NOTHING EVEN FOR THE SCAVENGER

Σκουπίδια του 1941 ~ GARBAGE-1941 

Συναγερμός ~ THE ALARM   

Το λεύκωμα με τα κατοχικά σκίτσα του μεγάλου αυτού έλληνα σκιτσογράφου, του " πρύτανη της ελληνικής γελοιογραφίας", όπως τον χαρακτηρίζουν πολλοί, συνάδελφοί του και μη, τυπώθηκε -αρχικά- στις Η.Π.Α. από τον εκδοτικό οίκο Rinehart & Company Inc. το 1946, με τον τίτλο "Shadow over Athens". Το 2004, το ίδιο λεύκωμα επανεκδόθηκε βελτιωμένο και κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τον εκδοτικό οίκο Modern Times, με τον τίτλο "Σκιά πάνω από την Αθήνα"Ακόμη, για όποιον ενδιαφέρεται, κυκλοφορεί και CD ROM απ' το Πολυτεχνείο της Πάτρας, με αναπαραγωγή των σκίτσων του στο "Ελεύθερον Bήμα" από το 1922 έως το 1934.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

ΣΕ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ανατολικά της Εδέμ
ζούσε ένας τύπος μποέμ
που φορούσε πάντα
λουλούδι στο πέτο
Ήτανε πολύ αμπιγέ
είχ' ένα κοστούμι ριγέ
περπατούσε λες
κι είχε κάνει μπαλέτο,
μοίραζε χιλιάδες φιλιά
πλήρωνε για να 'ρθουν βιολιά
και τα βράδια γλυκά τραγουδούσε
έναν τόσο λυπημένο σκοπό
"σ' αγαπώ, σ' αγαπώ"...

Αυτό το ρεφρενάκι, που τους στίχους του έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου και το έντυσε με μια από τις πιο γλυκές του μελωδίες ο Σταμάτης Κραουνάκης, βγήκε αυθόρμητα απ' τα χείλη μου, όταν διάβασα το άρθρο των "Εικόνων" που είχε την καλοσύνη να μεταφέρει στο ιστολόγιο ο αγαπητός μου συγκάτοικος. Άρθρο και τραγούδι, μας μεταφέρουν σε συνήθειες άλλων εποχών και μας περιγράφουν χαρακτήρες με νοοτροπία και κουλτούρα πολύ διαφορετική από αυτήν που κυριαρχεί στις μέρες μας. Ανθρώπους με στιλιζαρισμένη αβρότητα κι εκλεπτυσμένη συμπεριφορά, που με λίγα λόγια, πολύ εύκολα θα τους χαρακτηρίζαμε σήμερα εκκεντρικούς...
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα άλλο τραγούδι γραμμένο πάλι σε τρίτο πρόσωπο, από τη Χάρις Αλεξίου αυτή τη φορά (...ο πολυαγαπημένος μου "Άνθρωπος του κάβου"), ήρθε και κόλλησε πλάι στο παραμύθι του Μπαρ-Μπαρ "Ο κύριος Ούτε Κιχ", που διάβασα τις προάλλες στο ιστολόγιο του αγαπητού Σείριου. Παραμύθι και τραγούδι, μας μιλούν γι ανθρώπους μοναχικούς, που περνούν δίπλα μας χωρίς να τους πάρουμε είδηση και το ίδιο αθόρυβα αποχαιρετούν τον μάταιο τούτο κόσμο. Ανθρώπους που διαλέγουν για φίλους τα πουλιά, τα δέντρα, τα κύματα και σπανιότερα έναν σιωπηλό διπλανό τους, το ίδιο μόνο μ' αυτούς...
Ύστερα πέρασα απ' το ιστολόγιο της αγαπητής Κλεοπάτρας & Μινγκ... στο ίδιο κλίμα με τις τελευταίες αναρτήσεις της, το τραγούδι του Νικόλα Παπάζογλου, που ακούγεται απ' το ραδιόφωνο...

Ο μοναχός ο άνθρωπος
όταν γλεντούν οι άλλοι
ντρέπεται που ‘ναι μοναχός
και στη χαρά φαλτσάρει...

Πρόκειται τάχα για συμπτώσεις ή είναι τόσα πολλά τα τραγούδια σε τρίτο πρόσωπο?
Κι είναι, άραγε, όλα τους μελαγχολικά ή υπάρχουν και χαρούμενα, που όμως τα προσπερνάμε, γιατί η θλίψη και το παράπονο -όταν είναι σε τρίτο πρόσωπο- μας αγγίζουν σαν ακροατές, ευκολότερα ?
Το τρίτο πρόσωπο χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία. Στο τραγούδι, που σαν μέσο έκφρασης διαθέτει μεγαλύτερη αμεσότητα, η αλήθεια είναι πως οι δημιουργοί προτιμούν να απευθύνονται στον ακροατή σε δεύτερο πρόσωπο, βάζοντάς τον απέναντί τους ή να μονολογούν σε πρώτο πρόσωπο, βγάζοντας τ' απωθημένα τους.
Τα τραγούδια που είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, μας συστήνουν, ως επί το πλείστον, ιδιαίτερους ανθρώπους, προσωπικότητες που σπανίζουν ή ήρωες της καθημερινότητας, λαμπερούς και κοινωνικούς ή περιθωριακούς και μοναχικούς τύπους, πάντα όμως στεφανωμένους με μιαν αύρα σχεδόν μεταφυσική. Οι δημιουργοί τους, είτε περιγράφουν χαρακτήρες φανταστικούς είτε πραγματικούς, τους ξεχωρίζουν απ' το πλήθος και αφηγούνται σελίδες από τη ζωή τους, σα να πρόκειται για μικρά, τρίλεπτα μυθιστορήματα, με αρχή μέση και τέλος. Μαθαίνουμε γι αυτούς λεπτομέρειες, όπως το πότε και που γεννήθηκαν, από που έρχονται, που πηγαίνουν, πως είναι η εξωτερική τους εμφάνιση, ποιές είναι οι συνήθειες και οι ιδιαιτερότητές τους και σχεδόν πάντα, η μελωδική αφήγηση κλείνει με μια φυγή, μια παραίτηση, έναν θάνατο...
Ο λόγος που εξασκούν αυτήν την παράξενη γοητεία στον ακροατή, είναι ο ίδιος που συνδέει τον αναγνώστη με το λογοτεχνικό ήρωα και τον θεατή με τον πρωταγωνιστή μιας ταινίας... αναγνωρίζει κομμάτια απ' τη ζωή του, διακρίνει πτυχές του εαυτού του και φαντασιώνεται αυτό που θα ήθελε ή φοβάται, χωρίς ταυτόχρονα να είναι αναγκασμένος να βγει απ' το καβούκι του.
Έχοντας αυτά στο μυαλό μου, ανέτρεξα σε αγαπημένα μου ακούσματα, για να συνειδητοποιήσω πως, τελικά είναι πολλά, πάρα πολλά τα τραγούδια σε τρίτο πρόσωπο. Γι αυτό και θέλησα να εγκαινιάσω μια ξεχωριστή στήλη στο βλογ, στην οποία θα παρουσιάζουμε -με διαφορετική αφορμή κάθε φορά- επιλογές τραγουδιών που άπτονται ενός συγκεκριμένου θέματος ή θεματικής ενότητας. Κι επειδή τα πέντε μου φάνηκαν λίγα, ενώ τα δέκα πολλά, αποφάσισα να είναι επτά, μιας και υπάρχει και το ανάλογο τραγουδάκι...
"ΕΠΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ" λοιπόν, φίλε αναγνώστη κι επισκέπτη της μπλογκογειτονιάς. Επτά αγαπημένα τραγούδια σε τρίτο πρόσωπο...


1) Την ώρα που περνούσε τ' οργανάκι - Αττίκ

2) Το μήλο - Αφροδίτη Μάνου, Νίκος Πορτοκάλογλου

3) Σίδερο με ατμό - Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης

4) Περιμπανού - Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις

5) Η ιστορία της Μαρίας - Βασίλης Νικολαΐδης

6) Η ανεμώνα του Σικάγου - Σάννυ Μπαλτζή, Λάκης Παπαδόπουλος

7) Η ωραία Ανδριάνα των Αθηνών - Άκος Δασκαλόπουλος, Νότης Μαυρουδής

Οι κυρίες πάντα προηγούνται... ακολουθούν οι κύριοι !!!

1) Κεμάλ - Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις

2) Ο γέρο-Μαθιός - Παύλος Σιδηρόπουλος, Παντελής Δεληγιαννίδης (Δάμων & Φιντίας)

3) Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί - Νίκος Καββαδίας, Θάνος Μικρούτσικος

4) Άγγελος εξάγγελος - Διονύσης Σαββόπουλος, Μπομπ Ντίλαν

5) Ο Τζακ Ο' Χάρα - Θεοδόσης Άθας, Γιώργος Ζαμπέτας

6) Του Βοτανικού ο μάγκας - Λάκης Τσώλης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης

7) Ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο - Κώστας Τουρνάς

Αναμένω με λαχτάρα τις δικές σας προτιμήσεις, αλλά και τις απόψεις σας για τις επιλογές μου. Καλή ακρόαση !!!