Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Προτάσεις διά το πρωτοχρονιάνιατικο réveillon σας...

Αποχαιρετώντας το παλαιόν και υποδεχόμενοι το νέον έτος, πολλοί εξ ημών, θα έχουν προσκληθεί εις réveillon φιλικών ή οικογενειακών εστιών. Άλλοι, όμως, θα προτιμήσουν να προϋπαντήσουν τον νέον χρόνον, δαπανηροτέρως, εις κέντρα διασκεδάσεως μετά μουσικής, οινοπνευματωδών ποτών και ορχήσεως.
Το ιστολόγιον «senile decay» με αίσθημα υπευθυνότητος προς τους αναγνώστας του πανταχόθεν, ευαρεστείται όπως προτείνει μερικά cabaret, εστιατόρια και παρόμοιους τόπους ξεφαντώματος, δι' εν αξέχαστον πρωτοχρονιάτικο δείπνον που ελπίζωμε να αποβεί αίσιον ξεκίνημα του καινούριου χρόνου!




Στο Night-Club, "Acropole", λοιπόν, αγαπητοί μου, θα διασκεδάζατε -αν μπορούσατε να βρεθείτε- «με την εξαιρετική ορχηστρα LUCAS και τους μοναδικούς ΖΙΜΜΥ και ΖΩΪΤΣΑ ΚΟΥΡΟΥΚΛΗ»...
Ωραία επιλογή, ε; Μη μου πείτε...
Σταθείτε να δείτε τι σας έχω παρακάτω, όμως...
Α! Παρολίγον να λησμονήσω: Τηλέφωνον δια παραγγελίας και reserver: 533-654 (χωρίς 210 μπροστά, ε! Μην ξεχαστείτε!)




Και τώρα, "Coronet Night-Club" κυρίες, δεσποινίδες μου και κύριοι, με τον MILLEPIEDI (τώρα ακροβάτης ήτανε, χορευτής ήτανε, θα σας γελάσω, αναποφεύκτως...) και με τον -δε χρειάζεται συστάσεις- ΓΙΑΝΝΗ ΣΠΑΡΤΑΚΟ !






Κάποια άλλη χρονιά, θα απολαμβάνατε στο ίδιο Night-Club την ορχήστρα του ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΛΑΒΡΑΝΟΥ με τους σολίστ του, γιά μερικά κοπιώδη ξεβιδώματα επί της πίστας...
Επίσης, θα σας συνήρπαζε ο μάγος-illusionniste (μένταλιστ θα λέγαμε σήμερα) KASSAGI μετά της παρτεναίρ του. Η διαφήμισις τελειώνει με τη φράση "1ον βραβείον Οσκάρ". Αυτό το τελευταίο, με έκανε να το ψάξω λίγο το πράγμα και να ανακαλύψω ότι ο Ηenri Kassagi ήταν κάποτε ο "prince des illusionistes" και πως -όντως- είχε συμμετάσχει στην ταινία "Ο πορτοφολάς" (Pickpocket), που στο φεστιβάλ του Βερολίνου είχε πάρει (η ταινία. Όχι ο μάγος) την Χρυσήν Άρκτον, ουχί όμως και το "βραβείον Οσκάρ"...
Λεπτομέρειες... Πάω στοίχημα, πάντως, πως θα ήταν καλύτερος απ' τον Πέντραμ...





Στο "ATHENIAN CLUB" εις την Πανεπιστημίου 6, θα είχατε την ευκαιρία να απολαμβάνατε την ορχήστρα "LEV-KANAKAKIS".
Τι να βρίσκεται σήμερα αλήθεια, στην Πανεπιστημίου 6;...




Τα "Αστέρια" 'ηταν πάντα μία από τας σταθεράς επιλογάς των μεγαλοαστών τις δεκαετίας του '60- ήταν δεν ήταν Πρωτοχρονιά.
Το 1961 θα είχε, μάλιστα, την ευκαιρία κάποιος, να παρασυρθεί στις ονειρικές μελωδίες του "Trio - Canzone" (μεταξύ άλλων αξιόλογων καλλιτεχνών)...



Το καλύτερο όμως το φυλάω γιά το τέλος:



Την "παγκοσμίου φήμης AMALIA RODRIQUEZ"! Ενώ στο revue επιδίδονται οι "CROIX DU SUD". Όλα αυτά (κι ακόμη πιό πολλά) στο Dancing-Restaurant, "Mocambo"...



Τυχεροί οι Αθηναίοι του 1960, έτσι; Με τέτοια προγράμματα, θα άξιζε να κάνει κανείς reveillon έξω...
Η Πρωτοχρονιά πάντως, του 2010, καθώς ήκουσα, δεν θα είναι ιδιαιτέρως ανθηρή δια τα αθηναϊκά κέντρα διασκεδάσεως, μερικά εκ των οποίων, μάλιστα, δε θα ανοίξουν κάν, λόγω μειωμένου κλεισίματος τραπεζιών.
Ένας ακόμη λόγος, λοιπόν, να μακαρίζουμε τους Αθηναίους των αρχών του '60...



Εμείς, όπως και νά 'χει, έξω ή μέσα, με λίγη, πολύ ή καθόλου διάθεση, θα σας προτίναμε, αν μας επιτρέπατε:


('Αλλωστε, τρώγοντας έρχεται η όρεξη...)



Τώρα βεβαίως, "υπάρχει και μιά μερίς η οποία αντιτίθεται" σε όλο αυτό το reveillion-ομάνι και μεις, επιθυμούντες να είμαστε αμερόληπτοι, οφείλουμε να παραθέσουμε και τα επιχειρήματα, γιά να μην κάνετε τίποτα απολύτως απόψε και, προς Θεού, όχι πρωτοχρονιάτικα δείπνα έξω:


-Ε, να λύσσαξε εκείνη η Βέτα... Και κάπου να πάμε... Και ρεβεγιόν είναι... Και όλοι οι γνωστοί μας κάπου θα πάνε απόψε... Τέλος πάντων , από 'δω είχε, από 'κει είχε, με καταχώνιασε σ'ένα από δαύτα. Μπήκαμε μέσα, καθίσαμε σ' ένα τραπεζάκι, επήρε η Βέτα ένα παγωτό κι εγώ ένα μανταρινάκι... Ένα πραματάκι τόσο δα.


Ε, καθίσαμε κάμια ώρα... καπνός, φασαρία, κόσμος πολύς, βαρέθηκα, φωνάζω γιά το λογαριασμό... Έρχεται ο λογαριασμός... Πόσα, Γιώργο μου;...
-Πόσα;

-Σε ρωτάω, πόσα;
-Που να ξέρω;
-620.000 δραχμές!... Αμάν! λέω. Ζαλίστηκα... «Γιατί βρε παιδί μου τόσα λεφτά;» του λέω. «Έτσι είναι, κύριε».
«Τι έτσι;;; Ένα μανταρινάκι του Θεού έφαγα, δεν έφαγα κανέναν
πολυέλαιο...»
«Έτσι είναι κύριε», μου λέει «Τάμπλ ντ' ότ».

«Τάμπλ ντ' οτ; Τό 'φαγα;», «Ας τό 'τρωγες», μου λέει...
Γι' αυτό σου λέω, πα πα πα πα... Αααααα, αμ το άλλο;

-Ποιό άλλο;

-Βγαίνοντας όξω στην έξοδο, ένας νταγκλαράς ίσαμε εκεί απάνω, με μια πατανία κόκκινη κι ένα καπέλο άσπρο στο κεφάλι, μου χώνει μές στη μούρη μιά βρωμοχερούκλα σα φτυάρι. «Τι 'ναι, βρε πατριώτη;» του λέω. «Εγώ, κύριε, στέκομαι εδώ».
«Και δεν πα να στέκεσαι; Στάσου παρακάτω... Γιατί στέκεσαι εδω πέρ
α;...




ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, με τις θερμότερες ευχές γιά υγεία και ό,τι καλύτερο στις ζωές μας, στους δικούς μας, στους διπλανούς μας, στους όχι και τόσο διπλανούς μας, στους πολύ μακρινούς μας, στον πλανήτη μας και, γενικώς, πάντων και Παξών!

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Της φτώχειας τα στερνά...

Λίγο το σχόλιο της Σοφίας σχετικά με τους ηλικιωμένους που τιμωρούνται με το να μένουν μόνοι, λίγο οι συζητήσεις με την συν-συγγραφέα αυτού του ιστολογίου, Χρονοστιβάδα, λίγο η προτροπή του Σείριου σχετικά με τη συγχωρητικότητα, μου έφεραν στο νου ένα υπέροχο διήγημα ενός αγαπημένου μου συγγραφέα· του Γιάννη Βλαχογιάννη. Αγαπώ τα διηγήματα. Ίσως περισσότερο κι από τα μυθιστορήματα. Κι ο Γ. Βλαχογιάννης είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους καλύτερους σ’ αυτό το είδος.
Εν είδη συνέχειας, λοιπόν, της προηγούμενης ανάρτησης, μπορούν όσοι θέλουν να απολαύσουν αυτό το μικρό δείγμα της τέχνης, ενός από τους αξιότερους θεράποντες των νεοελληνικών γραμμάτων, που τυχαίνει να είναι και επίκαιρο…


-Μορφούλα. Ε, Μορφούλα, που είσαι κυρά μου; Ψίνα, ψιψίνα μου! Τι θα φάμε σήμερα;

Η γριά-Λασκαρού έκραζε τη γάτα της βραχνά, αν και δεν την έβλεπε στο σπίτι. Μόλις έφεγγε. Άδειο, παγωμένο ήτανε το σπίτι· Κι η Λασκαρού, διπλωμένη μες στα παλιοσκούτια της, πλάι στη σβηστή γωνιά, δε σπάραζε. Το ξέθωρό της πρόσωπο, με την τριπλοτυλιγμένη μαντήλα στο κεφάλι, καθώς τό ‘χε γυρισμένο κατά τη γωνιά κι έβλεπε, με μάτια ακίνητα, τη στάχτη τη σβησμένη, φάνταζε παράξενα και τρόμαζε μες στ’ αυγινό μισόθαμπο.

Μα κάποτε σείστηκε η γριά σιγά σιγά. Σείστηκε κι ανασηκώθηκε· και γύρισε το πρόσωπο, με το στανιό, κι είδε κατά την κλεισμένη πόρτα.

-Μορφούλα, κόρη μου καλή, που είσαι; ρώτησε πάλι.
Και πιάστηκε απ’ της γωνιάς το γύρο κι έβαλε αγώνα, χέρια γόνατα και στάθηκε στα πόδια της. Και κίνησε, ύστερα, σκυφτή, κατά την πόρτα. Πήγε, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε πάλι. Της γάτας το νιαούρισμα, που ήταν γριά κι αυτή και μαδημένη, έφτασε μεσ’ από το περιβόλι και τα ξερόδεντρα του περιβολιού, τα λίγα που απομένανε, για τη φωτιά κι αυτά και της γριάς τη ζέστα. Κι ήρθε η γατούλα κλαίοντας παραπονιάρικα και στάθηκε κοντά στα πόδια της κυράς της, στο μοναχικό σκαλί της πόρτας, το λιωμένο απ’ τα χρόνια.


-Μορφούλα, τι θα φάμε σήμερα μωρή; Τι έφερες;
Η γάτα απάντησε με το παράπονό της κι έσκυψε πιο πολύ η γριά κι είδε στην πέτρα απάνου ένα ψάρι αποθεμένο. Το ‘χε φέρει η γάτα η Μορφούλα. Ήταν ένας κωβιός μεγάλος και τον πήρε η Λασκαρού και μπήκε στο σπίτι, με τη γάτα μπρος κι ολόρθη την ουρά της παίζοντας. Αυτό θα ήτανε της μέρας το φαΐ και για τους δυο τους· ήτανε κι η Μορφούλα γέρικη πολύ, δε χρειαζότανε μεγάλα πράγματα για το φαΐ της· λίγα ψαροκόκαλα της φτάνανε. Το κυνήγι της το καθημερινό ήτανε πάντα από ‘να ψάρι, ψάρι όμως πάντα πετρόψαρο. Κι η γριά-Λασκαρού το περίμενε πια ταχτικά κι απ’ αυτό κρεμούσε την ελπίδα της θροφής της την καθημερινή.

Βράδυ νωρίς, πριν πέσει στο ξερόστρωμα και πριν κλείσει την παλιόπορτά της, συνήθιζε η γριά-Λασκαρού, μ’ όλη την αγάπη που ‘χε της Μορφούλας –κι είχε την ανάγκη να τη ζεσταίνει στον ύπνο η συντρόφισσά της κιόλας- άνοιγε και την έβγαζε όξω· ήταν άπονο αυτό που ‘κανε, μα πάλι πως θα ζούσανε; Την έσπρωχνε όξω μαλακά με το πόδι τη Μορφούλα και της έλεγε:
-Σύρε, Μορφούλα, σύρ’ εσύ, καλή μου, ψίνα μου, κυρά μου, σύρε να φέρεις τίποτα… Δεν έχουμε αύριο να φάμε, καψερούλα, και θα μείνεις νηστική κι εσύ μαζί μου…


Η γάτα απόξω έμενε και παρακαλούσε κάμποσο. Ύστερα ξεμάκραινε σιγά σιγά η φωνή της και χανότανε μες στο σκοτάδι ή μες στης θάλασσας τα μουγκρητά. Και την αυγή, νάτο ένα ψάρι στο σκαλί αφημένο πάλι! Και δεν το ‘τρωγε η Μορφούλα, δεν το πείραζε καθόλου· ίσως έτρωγε άλλο, πριν το φέρει το κυνήγι της αυτό στο σπίτι. Μα πάλι μπορεί κι ήτανε το μόνο αυτό και το ‘φερνε ίσια στην κυρά της, άγγιχτο.

Πως γινόταν τέτοιο πράγμα τα’ απορούσε η γειτονιά κι η χώρα η μισογκρεμισμένη. Μα η γριά-Λασκαρού διόλου δεν το ρωτούσε. Νόμιζαν οι άλλοι στην αρχή πως η γάτα, η Μορφούλα, πήγαινε στην αγορά και τα ‘κλεβε τα ψάρια. Μα η Αμέρσα, η πιο κοντινή γειτόνισσα, μαλωμένη με τη Λασκαρού από χρόνια, παραφύλαγε τη γάτα κι έβλεπε πως τά ‘φερνε τα ψάρια απ’ το γιαλό. Την ακολουθούσε ίσαμε στα σκόρπια βράχια, πλάι στο παλιό λιμάνι, που κάναν ένα πλήθος ήσυχα κορφάκια εκεί κι όλα αντάμα κάναν ένα πεζονήσι απότομο. Κι εκεί την έχανε τη Μορφούλα. Στο τέλος την παράτησε, βέβαιη πια πως η γάτα τά ‘βγαζε τα ψάρια από τη θάλασσα.

Τότε η Αμέρσα έφερε γύρα τις γειτόνισσες και τα παράστησε όλα με το νι και με το σίγμα και με θάμασμα τρανό! Και το ‘μαθε όλη η χώρα, τι και πως η γάτα η Μορφούλα της γριά-Λασκαρούς πήγαινε και ψάρευε τη νύχτα στο γιαλό. Έπιανε μια θέση κοντά στο γιαλό και στεκόταν άσειστη, σαν πέτρα, ανάμεσα στις άλλες πέτρες τις ακίνητες εκεί και περίμενε ώρες, άσειστη. Κι η πείνα, βέβαια, την οδήγησε κειπέρα και της έδειξε τον τρόπο αυτόν. Και καθώς ζυγώναν οι κωβιοί και τα’ άλλα τα πετρόψαρα και φέρνανε τη μούρη τους ως την κορφή και γυρεύανε να βρούνε το πιο παχύ χορτάρι εκεί που το νερό πάει ανάλαφρο και παιγνιδίζει με τις πέτρες, χράπ! Το νύχι της Μορφούλας τ’ άρπαζε.


Η ίδια η γριά-Λασκαρού θα μπορούσε να το πει και να το μαρτυρήσει, πως τα ψάρια που της έφερνε η Μορφούλα δεν ήτανε κλεμμένα, τόσο φρέσκα, μισοζώντας καμιά φορά και ζωντανά. Μα η Λασκαρού δε συλλογιόταν τίποτα κακό για τη Μορφούλα- ούτε και συλλογιόταν τίποτ’ άλλο. Είχε αλλαλογίσει κιόλας λίγο. Έμοιαζε λωλή, καθώς έβγαινε στο περιβόλι κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τη γάτα της. Γιατί, όπως γύριζε στο περιβόλι και μαχότανε να κόψει κανένα ξεροκλάδι απ’ τα παλιόδεντρα, χειμώνας που ‘ταν τώρα, και να σκίσει κανένα σανίδι από σεντούκι σάπιο, αχρείαστο, ή να βγάλει λαχανάκια από τον κήπο το λιγόσπαρτο, η γάτα, εκεί, κοντά της, η Μορφούλα, τη συντρόφευε και της αποκρινότανε με το νιαούρισμά της σ’ όσα εκείνη της λαλούσε ανόητα, λόγια λωλά. Ύστερα την ακολουθούσε στη γωνιά, που άναβε τη φωτίτσα κι έβενε να ψήσει το φαΐ, της Μορφούλας το κυνήγι. Και το μοιραζόνταν ύστερα οι δυο τους σαν δυο φίλοι αγαπημένοι που ήτανε, χωρίς μαλώματα, χωρίς ψωμάκι κιόλας, το συχνότερο.

Χωρίς ψωμάκι, αλήθεια, τώρα τελευταία. Αφού ο άχαρος ο γέροντας της Λασκαρούς έπαψε να της στέλνει το ταχτικό μηνιάτικο στο ξερονήσι, γιατί τον έφαγε κι αυτόν η θάλασσα στερνόν, η Λασκαρού ήτανε πολύ περήφανη και δε ζητούσε ούτε καταδεχότανε. Θα πέθαινε νηστικιά, αλλά δε θα ‘βγαινε όξω τον πόνο και την πείνα της να πει.

Το ‘ξερε αυτό η Αμέρσα πιο καλά από κάθε άλλον. Ήταν η πιο κοντινή γειτόνισσα, αν και πλήθος άλλα σπίτια κατάκλειστα, ρημάδια πιά, χωρίζανε το δικό της απ’ της Λασκαρούς το σπίτι. Έτσι ήταν όλη η χώρα, αριά κατοικημένη, μ’ όλα τα σπίτια τα πολλά και τ’ αρχοντόσπιτα. Ήταν από χρόνια η Αμέρσα μαλωμένη με τη Λασκαρού. Μίση οικογενειακά, συμφέροντα παλιά… μα τώρα τι χρειαζότανε τα μίση, αφού σβήσανε και τα συμφέροντα και πάνε… Πάει, να σηκωθεί να πάει στη Λασκαρού και να φιλιώσει, αυτό δεν τ’ αποφάσιζε η Αμέρσα. Την ήξερε καλά τη Λασκαρού κι ήξερε και τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως η συμφορά της Λασκαρούς τη λύγισε, της γλύκανε το περασμένο της φαρμάκι. Όμως και πάλι δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της. Ήτανε ψυχή κλειστή η Αμέρσα, όπως όλες οι νησιώτισσες κι οι νησιώτες εκεί πέρα. Τι να κάμει; Έπαιρνε άλλη μια γειτόνισσα, μια πονηρούλα από το παραπέρα σπίτι, την Κατερινιώ, και πηγαίνανε και παραφύλαγαν όξω από της Λασκαρούς το περιβόλι.

Τα Χριστούγεννα ήτανε κοντά· ξεροβόρι φυσούσε άγριο τις τελευταίες μέρες. Η Χώρα έβλεπε βορινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. Η Μορφούλα έφτασε μιάν αυγή από το γιαλό με χωρίς τίποτα στο στόμα και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.

-Κοίταξε, είπε η Αμέρσα, σήμερα δεν ψάρεψε η Μορφούλα… με τέτοιον αγριόκαιρο…
-Τι θα φάνε σήμερα οι δυο τους, οι κακόμοιροι… να ‘χουνε τάχα τίποτα; Είπε η Κατερινιώ.
-Καρτέρα μια στιγμή! Είπε η Αμέρσα.
Έφυγε και γύρισε μ’ ένα φελί ψωμί σπιτίσιο.
-Ψίνα, Μορφούλα! Έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Μορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτου απ’ τις γυναίκες και νιαούρισε γλυκά. Οι δυο αυτές, αφού της ‘ρίξαν ένα κομματάκι και την καλόπιασαν, ύστερα της πέταξαν ολόκληρο το φελί. Τις κοίταξε καλά καλά η Μορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τα’ απόθεσε με προσοχή στο σκαλί απάνου και νιαούρισε. Οι δυό γυναίκες κρυφοκοίταζαν άλαλες. Άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η γρια-Λασκαρού.

-Που είσαι Μορφούλα, ψίνα… μπα, εδώ είσαι, καλή… Σήμερα τίποτα δεν έφερες; Που είναι το κυνήγι σου; Ξέρω, φυσούσε απόψε… μα τώρα τι θα φας; Εμένα δε μέλλει, κακομοίρα. Μα για σένα λέω… σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω, παλιόγατα, θα μείνεις νηστική… Μα τ’ είναι αυτό; Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου; Έκαμες καλύτερα… είχαμε τρεις μέρες ν’ αγγίξουμε ψωμί στο στόμα… Έτσι, να φέρνεις, ψιψίνα μου, καμία φορά λίγο ψωμάκι, όχι μονάχα ψάρια… και χωρίς αλάτι κιόλας, τα βαρέθηκα… Καμιά φορά και λίγο τυράκι… όχι, ακόμα είναι σαρακοστή… Έλα, πάμε μέσα τώρα, Μόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου…


Ούτε και ρώτησε που τό ‘βρε το ψωμί η Μορφούλα. Την άλλη μέρα πήγε η Κατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Άφησε και λίγο τυρί.
-Μη, της είπε η Αμέρσα, θα μας καταλάβει κι ύστερα θα τα πετάξει όλα, άμα νιώσει πως τα βάνουμε…

Η Αμέρσα φύλαγε τη θέση της εκεί συχνά, πίσω από τον τοίχο. Μια μέρα πέρασε η Μορφούλα, κρατώντας ένα ολάκερο χταπόδι ζωντανό. Την έσκιαξε τη γάτα και την έκαμε να τ’ αφήσει από το στόμα της. Έκοψε το μισό, το χτύπησε, τ’ αλάτισε και το ξανάδωσε της γάτας πάλι. Τά ‘λεγε αυτά στην Κατερινιώ κι απορούσε η ίδια.
-Ακούς, παράξενο; έλεγε. Πως μπόρεσε και το ‘πιασε; Που το ‘βρε;
-Θα το πέτυχε στη ρήχη, είπε η Κατερινιώ, και το θαλάμι του θα ‘τανε ψηλά… Ύστερα πώς να την τσακώσει τη Μορφούλα; Οι πλόκαμοί του δεν κολλούνε στο μαλλί της. Ακούς, αλήθεια κει!
-Άπιαστο πράμα!
-Ναι, καημένη, μα πως θα το φάει; Έχει και φωτιά;
-Καλά λες! είπε η Αμέρσα. Στάσου να ιδείς… αύριο τι θα κάμω…

Την άλλη μέρα απόγιομα, φυλάγανε πάλι οι δυό γυναίκες, ώσπου είδαν τη γριά να βγαίνει και να γυρίζει στο περιβόλι με τη γάτα της και να μιλεί.
-Σήμερα το κατάλαβες, Μορφούλα μου, πως δεν έχω πιά ξύλα μήτε σπίρτα και μου το ‘φερες ψημένο το χταπόδι ε; Πονηρή… καλή μου, ψίνα μου, νοικοκυρά μου εσύ, όλα τα φροντίζεις… Ξέρεις πως είναι και Σαρακοστή· μεθαύριο έχουμε Χριστούγεννα, κυρά μου… Πάμε μέσα τώρα, θα μου πείνασες λιγάκι, πάμε… κρύο κάνει. Έχουμε λίγο χταπόδι… και ψωμί… και το τυρί θα το φυλάξουμε για τη γιορτή μεθαύριο… πάμε!
Δάκρυσαν οι γυναίκες και τραβήχτηκαν ήσυχα…



Την παραμονή λησμονήσανε τη Λασκαρού, δοσμένες στις δουλειές και τις ετοιμασίες του σπιτιού τους. Το πρωί όμως τη θυμήθηκε η Αμέρσα. Μπήκε σαν κλέφτρα πρώτη φορά, ύστερ’ από χρόνια, στο περιβόλι και πήγε κι άφησε στην πόρτα της ένα κομμάτι ψωμί και τόλμησε κι ένα κοψίδι ψητό κρέας.
Μα ολημέρα, Χριστούγεννα, η Μορφούλα ανήσυχη θρηνούσε απόξω από το σπίτι. Τ’ απομεινάρια του φαγιού ήταν εκεί, σημάδι πως τά ‘χε φάει η γάτα. Τότε ανησύχησε η Αμέρσα. Κάλεσε την Κατερινιώ κι άλλες γειτόνισσες κι αποφασίσανε και χτυπήσανε στης Λασκαρούς την πόρτα. Όμως κανένας δεν τους αποκρίθηκε.




Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Τα παιδιά της μοναξιάς

Έφυγε.
Μόλις έφυγε. «Όλος ο κόσμος να είναι καλά και τελευταία εγώ», μας είπε ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ και μας χαιρέτισε κουνώντας το χέρι με παιδιάστικη
τσαχπινιά, πριν η αυτόματη πόρτα αυτού του γκροτέσκου κουτιού, κλείσει.

Τώρα θα πάρει ταξί, να πάει στο νοσοκομείο να κάνει τη θεραπεία της. «Δεν θέλω κανέναν», μας είχε πει προηγουμένως. «Δε θέλω να με επισκέπτονται». Γι’ αυτό επισκέφθηκε εκείνη εμάς. Για να διεκπεραιώσει μια κοινωνική υποχρέωση, ίσως. Για να αποφύγει μια ανεπιθύμητη παρεξήγηση, ίσως. Γιατί κανείς δε θα καταλάβαινε γιατί δε θέλει κανέναν, ίσως. Μια εκκεντρική φιγούρα με μόνο της οξυγόνο, μόνο της συνδετήρα με τη ζωή, την τέχνη. Θέατρο, μουσική…

Κανείς δεν ξέρει πως είναι η καθημερινότητά της. «Εγώ είμαι σαν τη γάτα», μας είπε ακόμα. «Η γάτα όταν αρρωσταίνει κρύβεται γιατί δε θέλει να τη δει κανείς». Φοβάται το θάνατο. Φοβάται τις τελευταίες ώρες. Φοβάται την ανημποριά, όταν, ίσως –Θεός φυλάξοι- χάσει την αυτάρκειά της. Αλλά ο κύριος φόβος της για την κόλαση που είναι οι άλλοι –κατά Σαρτρ- δεν μπορεί, οπωσδήποτε, να νικήσει τους προηγούμενους φόβους της. Καταφυγή της ο εαυτός της. Καταφυγή της η μοναξιά.


Κάθισε. Και τώρα μπορούσε να αρχίσει η ιεροτελεστία. Η ιεροτελεστία που γνωρίζουν τόσο καλά τα γκαρσόνια του κέντρου των Αθηνών και του Ναυπλίου: Θα βγάλει το ρολόι και θα το ακουμπήσει μπροστά του. Για να μη μπορεί η ματιά του να ξεφύγει κατά κανέναν τρόπο από τον μετρητή των ωρών; Για να μη σηκώνει συνέχεια το μανίκι και κάνει μια κίνηση που θα τον έκανε νευρικό; Για να μην του διαφύγει η πολύτιμη αίσθηση του χρόνου αυτήν την τόσο ιδιαίτερη στιγμή; Κανένα από τα γκαρσόνια, άλλα και οι άλλοι τακτικοί θαμώνες που «τον ξέρουν», δε γνωρίζουν.

Θα παραγγείλει μπύρα. Συγκεκριμένη μάρκα. Συγκεκριμένο μέγεθος ποτηριού. Και θα την πιεί έχοντας το ρολόι μπροστά του. Χωρίς να το κοιτάει. Στην πραγματικότητα δεν το χρειάζεται. Το εσωτερικό του ρολόι, ξέρει ποια είναι η ώρα που πρέπει να αποχωρήσει, εν αντιθέσει με τα γκαρσόνια και τους τακτικούς θαμώνες, που ποτέ δεν έμαθαν πόση είναι, τελικά, η ώρα αυτής της τελετής. Μισή ώρα; 45 λεπτά; Μία ώρα;

Έχει λεφτά. Αυτό είναι σίγουρο καθότι είναι και το μόνο που ψιθυρίζεται γι’ αυτόν. Μαζί με κάτι αόριστους υπαινιγμούς για τις ερωτικές του προτιμήσεις. Παρ’ όλο που κανείς ποτέ δεν είδε ή άκουσε τίποτα, άλλα κοζερί να γίνεται…

Μόνος. Πάντα μόνος. Ένας, με την πρώτη ματιά, απλός παππούλης με ένα ολόλευκο στεφάνι μαλλιών να πλαισιώνει το γυμνό κρανίο του και φευγαλέα να φέρνει στο νου ένα ποίημα του Καβάφη… Μόλις τελειώσει την μπύρα ή λίγο πιο μετά –είπαμε κανείς δεν ξέρει την ακριβή διάρκεια της τελετής- θα ξαναβάλει το ρολόι του. Θα βάλει και τα γυαλιά ηλίου του, χρώματος ταμπά και θα εξαφανιστεί για να επιστρέψει την επόμενη μέρα για την καινούρια τακτική μυσταγωγία.


Παιδεύτηκε. Προσπαθούσε να χώσει το φάκελο στη σχισμή που άφηνε το κάτω μέρος της πόρτας, άλλα δεν τα κατάφερνε και φοβόταν μήπως το παραμόρφωνε τσακίζοντάς το. Ο ταχυδρόμος που είχε αναλάβει τον τομέα αυτής της περιοχής, ήξερε ότι ήταν μάταιο να χτυπήσει το κουδούνι αυτού του σπιτιού. Κι όμως από το γραφείο, τον είχαν κατηγορηματικά πληροφορήσει στις επίμονες ερωτήσεις του, ότι ο ένοικος δεν είχε αλλάξει διεύθυνση. Τουλάχιστον, δεν υπήρξε ποτέ κάποια ειδοποίηση για κάτι τέτοιο. Έτσι, το άφησε κι αυτός το ζήτημα και συνέχισε να πετάει κάτω από την πόρτα τα γράμματα, τους λογαριασμούς, τις ειδοποιήσεις, τα διαφημιστικά κι όλο αυτό το στροβιλιζόμενο χαρτομάνι που περιβάλλει, θέλοντας και μη, τη ζωή κάθε «κανονικού» ανθρώπου.

Τους τελευταίους μήνες όμως αυτή η δουλεία γινόταν αυξανόμενα επίπονη και εργώδης, μέχρι τη σημερινή μέρα που το γράμμα δεν έλεγε να χωρέσει με τίποτα.

Ακόμη κι ο κλειδαράς που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα με τη συνοδεία της αστυνομίας, δυσκολεύτηκε να ανοίξει την πόρτα που εμπόδιζε μια στοίβα από κλειστούς φακέλους και άλλα γυμνά ιλλουστρασίον χαρτιά διαφημίσεων. Λογικό. Ο ένοικος είχε να κουνηθεί από τη θέση που, τελικά, τον ανακάλυψαν, πάνω από έξι χρόνια, όπως υπολόγισε ο αρμόδιος επιστήμων.


Έφτασε. Έπρεπε να κάνει γρήγορα γιατί, σήμερα Δευτέρα, είχε αργήσει. Παρ’ όλο που έξω μόλις πριν μισή ώρα χάραξε. Είχε να καθαρίσει τρεις ορόφους, πριν οι πρώτοι,τακτικοί υπάλληλοι πάρουν θέση στα γραφεία τους. Πήρε την ηλεκτρική σκούπα να καθαρίσει τη μοκέτα των αιθουσών του τρίτου ορόφου, αρχικά, όπως έκανε κάθε πρωί. Μπαίνοντας στην μεγάλη αίθουσα με τα πολλά γραφεία –τα γραφεία των υφισταμένων- διέκρινε στο βάθος μια σιλουέτα. Μισόκλεισε τα μάτια μήπως παρέβλεψε· δεν τη βοηθούσε και το ελάχιστο φως της αυγής, μιας ούτως ή άλλως συννεφιασμένης μέρας. Όμως, πράγματι, κάποιος καθόταν στο γραφείο του αυτήν την ώρα, σκυμμένος στα γραφτά του, με τον αριστερό αγκώνα να ακουμπά στο γραφείο και το χέρι να στηρίζει το κεφάλι και να κρύβει τα μάτια.

Ο μεσήλιξ υπάλληλος, ο πάντα απομονωμένος, απόμακρος και λιγομίλητος, είχε πιά περιορίσει τον τελευταίο καιρό τις καθημερινές χαιρετούρες και τα καλημερίσματα με τους άλλους συναδέλφους κι εκείνοι ανταποκρινόμενοι στα σήματα αφιλίας που εξέπεμπε δεν τον χαιρετούσαν πλέον καθόλου. Και σιγά-σιγά έπαψε να υπάρχει στο οπτικό τους πεδίο και έγινε απλώς ένα υπερμέγεθες εξόγκωμα του συνολικού όγκου του γραφείου στο βάθος. Έτσι ο τελευταίος «συνάδελφος» που έφυγε την Παρασκευή το απόγευμα δεν τον είδε, φυσικά, να κάθεται στην συνηθισμένη του στάση και έσβησε το φως πριν κλείσει την πόρτα. Κι ο υπάλληλος, ο πληγμένος από μια ύπουλη και άνιχνη, θανάσιμη καρδιακή προσβολή πέρασε το σαββατοκύριακο στο γραφείο του, στη συνηθισμένη του στάση.


Επιμύθιο. Υπάρχει άραγε επιμύθιο; Κατ’ αρχάς, ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για την κατάθλιψη που ενδεχομένως θα προκληθεί σε όποιον επιχειρήσει να διαβάσει αυτό το κείμενο, χρονιάρες μέρες. Ξαναγυρνώντας στο επιμύθιο, δε θα ήθελα να συνδεθεί η ανάρτηση με την ετήσια σύσταση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, να θυμόμαστε τους μοναχικούς ανθρώπους. Αυτό εξυπακούεται και φυσικά αυτή η «ανάμνηση» των μοναχικών δεν πρέπει να είναι «επετειακή». Όμως έχω την εντύπωση πως αυτή η σύσταση αφορά κατ’ εξοχήν τους μοναχικούς εκείνους, που έγιναν μοναχικοί άκοντες, αφού τους ξέχασαν επιδεικτικά και άστοργα οι οικείοι τους.

Οι αληθινές ιστορίες μου (μερικές από το κοντινό μου περιβάλλον, άλλες παρμένες από γεγονότα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες) αφορούν μια άλλη κάστα μοναχικών που με τη σειρά της χωρίζεται σε δύο επιμέρους παρακλάδια: τους μοναχικούς που σχεδόν από την αρχή της ζωής τους αποφάσισαν να είναι μοναχικοί και κλείστηκαν από νωρίς στον εαυτό τους, μη αφήνοντας καμιά χαραμάδα προσέγγισης. Και τους μοναχικούς που ενώ προσπάθησαν να αλλάξουν, κουράστηκαν στην πορεία και είδαν ότι ήταν χαμένος κόπος. Κατάλαβαν, δηλαδή, ότι δεν είχαν ταλέντο στη ζωή. Πράγματι, χρειάζεται κάποιο ταλέντο για να διάγει κανείς τη ζωή. Πολλοί ίσως δεν το καταλαβαίνουν, γιατί ακολουθούν –ασυναίσθητα φυσικά- τη μέθοδο του ακροβάτη: ο ακροβάτης για να μην πέσει, πρέπει να μην σκέφτεται τι κάνει εκείνη τη στιγμή και ότι είναι ακροβάτης. Αν έστω και για μια στιγμή αποκτήσει συναίσθηση του εγχειρήματός του, τότε πέφτει. Όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι δεν κάθονται να αναλύσουν το ταλέντο τους και το πώς και γιατί το έχουν. Το αντιλαμβάνονται και το καλλιεργούν.

Αρά; Είναι κακιά η μοναξιά και ξορκισμένη με τον απήγανο και βγείτε όξω για σόπινγκ θέραπυ και κουσκουσουριό θέραπυ στα παντοειδή mall-ια, για να μην πέσετε;

Ή μήπως να πιστέψουμε τους παγκόσμιους στοχαστές και ποιητές και διανοουμένους που ορκίζονται, ότι η μοναξιά είναι δημιουργική; «Ο εκτός πόλης –μονήρης- άνθρωπος είναι είτε θηρίο είτε θεός», είπε ο Αριστοτέλης. «‘Η μπορεί να είναι και τα δύο. Και αυτός είναι ο φιλόσοφος», συμπλήρωσε ο Νίτσε.


Η μοναξιά είναι σίγουρα δημιουργική και για να καρποφορήσουν τα ερεθίσματα που δεχόμαστε καθημερινά, τα αναγνώσματα και τα ακούσματά μας, χρειάζεται να τα επεξεργαστούμε με ησυχία και μένοντας μόνοι. Αλλά και για την ενδοσκόπηση και την αυτογνωσία χρειάζεται μοναξιά.

Μέτρον, λοιπόν; Κι αριστοτελική μεσότης; Εύκολες λύσεις, θα πει κανείς και δε θα’ χει άδικο. Στην πράξη είναι διαφορετικά και συνήθως καταλήγουμε να δρούμε σύμφωνα με τις κλίσεις του χαρακτήρα μας. Αυτό όμως που έχει σημασία τελικά – για να μπει κι ένα ρημάδι επιμύθιο- είναι να ρωτήσουμε τον εαυτό μας, όταν καταλάβουμε ότι οσονούπω η ζωή μας λαμβάνει τέλος: «άξιζε η ζωή που έζησα;»

Για να λάβουμε, όμως, θετική απάντηση τότε, πρέπει να ρωτήσουμε αυτή τη στιγμή τον εαυτό μας: «αξίζει η ζωή που ζω;» και να αντιληφθούμε αυτά που ενδεχομένως ρίχνουν την πλάστιγγα στην αρνητική απάντηση και σιγά-σιγά να τα ανασκευάσουμε… (Άντε το έβγαλα και το αισιόδοξο μήνυμα γιορτάρες μέρες, μην τ' ακούσω κιόλας ότι ενσπείρω προβοκάτσιες κατά της ύπαρξης του αη Βασίλη, των εκτυφλωτικών φωταψιών των αθηναϊκών μπαλκονιών και του ακατάσχετου ξοδέματος του 13ου μισθού στους καθιερωμένους τόπους καταναλωτικής λατρείας...)


Πως θα απαντούσαν όμως οι ήρωες των ανωτέρω ιστοριών σε αυτές τις ερωτήσεις;

Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε για λογαριασμό τους, όσο προφανείς κι αν μας φαίνονται οι περιστάσεις. Άλλωστε ο παράδεισος του ενός, είναι η κόλαση του άλλου και το αντίστροφο.

Επί τούτοις, ας ακούσουμε τη γερμανίδα αοιδό Hildegard Knef, να μας βεβαιώνει με το μελαγχολικό τραγούδι της (που μου θυμίζει λίγο τη μουσική από το πολυαγαπημένο φιλμ ,"Οι εντιμότατοι φίλοι μου") «Aber schön war es doch» (Κι όμως ήταν ωραία)…: